Το ηλεκτροσκόπιο (Μέρος 2ο)

του Κ. Φρέντερικ Ρόζενμπλουμ, (C. Frederick Rosenblum) B.S.

Ορισμένες από τις πειραματικές και θεωρητικές απόψεις της λειτουργίας του ηλεκτροσκοπίου έχουν αναλυθεί παλαιότερα (1). Παρουσιάστηκαν ενδείξεις που στηρίζουν τη γενική έννοια ότι το ηλεκτροσκόπιο λειτουργεί ως συσκευή ευαίσθητη στην οργονοενέργεια, η οποία ανταποκρίνεται στις διακυμάνσεις της ατμοσφαιρικής ενεργειακής συγκέντρωσης. Το παρόν άρθρο αποτελεί μια προέκταση των πρακτικών και θεωρητικών απόψεων αυτού του οργάνου. Στην 1η Παράγραφο, περιγράφεται λεπτομερώς μια συγκεκριμένη πειραματική διάταξη, γιατί αποτελεί μια γρήγορη, απλή και γεμάτη πληροφορίες μέθοδο καταγραφής της ενεργειακής κατάστασης της ατμόσφαιρας. Στη 2η Παράγραφο, περιγράφονται κάποια επιπλέον ηλεκτροστατικά και ηλεκτροσκοπικά πειράματα και ερευνώνται οι θεωρητικές τους επιπτώσεις. Οι συγκεκριμένες αυτές παρατηρήσεις περιλαμβάνουν κάποια σχετικά καινούργια και μη-αναλυμένα χαρακτηριστικά των ενεργειακών πεδίων.

1η Παράγραφος

Το ηλεκτροσκόπιο μπορεί να ενεργοποιηθεί από πολλές πηγές φόρτισης: ράβδο πολυστυρενίου, ηλεκτροστατική γεννήτρια, συνεχές ρεύμα υψηλής τάσης, γεννήτρια ραδιοφωνικών συχνοτήτων. Ειδικά, ένα υψηλό δυναμικό (400-500 V) από μια συμβατική παροχή συνεχούς ρεύματος θα προκαλέσει απόκλιση του ηλεκτροσκοπίου αν συνδεθεί άμεσα. Μια τέτοια πηγή φορτίου, αν και είναι σχετικά «νεκρή» ενεργειακά, έχει το πλεονέκτημα ότι αποτελεί μια πηγή διέγερσης η οποία είναι σχετικά ανεξάρτητη από τις διακυμάνσεις της ατμοσφαιρικής οργονοενέργειας. Παρέχει ένα εύκολα διαθέσιμο και άμεσα αναπαραγωγίσιμο ερέθισμα. Έτσι, όποιες διαφορές υπάρξουν στην απόκλιση του φύλλου του ηλεκτροσκοπίου, μπορούν να αποδοθούν σε μεταβολές της ατμοσφαιρικής ενέργειας. Μια τέτοια πηγή ενέργειας χρησιμοποιείται στην πειραματική διάταξη που περιγράφεται παρακάτω.

Η συσκευή είναι κατασκευασμένη ως εξής: Ένα ηλεκτρόδιο υψηλού, θετικού (+), συνεχούς δυναμικού (+450 V) συνδέεται με το εσωτερικό μεταλλικό τοίχωμα ενός μικρού (1/2 κυβικού ποδιού) οργονοσυσσωρευτή πολλαπλών στρώσεων. Μέσα στο χώρο του συσσωρευτή, αλλά μονωμένη από τα τοιχώματα, είναι ένα μικρό (2,5 x 2,5 εκ.) μεταλλικό πλέγμα από το οποίο ξεκινά ένα καλώδιο για να συνδεθεί, εξωτερικά του συσσωρευτή, με ένα ηλεκτροσκόπιο. Όταν η υψηλή τάση τεθεί σε λειτουργία, φορτίζονται τα εσωτερικά μεταλλικά τοιχώματα, με την σειρά του φορτίζεται το μεταλλικό πλέγμα, κι αυτό προκαλεί μια παρατηρήσιμη απόκλιση στο ηλεκτροσκόπιο. Η γωνία απόκλισης είναι συνάρτηση δύο μεταβλητών ενεργειακών παραμέτρων:
α) Της συγκέντρωσης και της έντασης της οργόνης μέσα στο συσσωρευτή, μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει το «ηλεκτρικό πεδίο» για να διεγείρει το πλέγμα, και
β) της κατάστασης της περιβαλλοντικής ενέργειας στο ίδιο το ηλεκτροσκόπιο.

Εμπειρικά, το σύστημα αυτό εμφανίζει σαφείς διαφορές στην απόκλιση του φύλλου (0-30°) οι οποίες σχετίζονται με παρατηρήσιμες μεταβολές στην κατάσταση της ατμόσφαιρας (καιρός).

Έτσι, ένα υψηλό δυναμικό έρχεται σε επαφή με την οργονοενέργεια και τη διεγείρει. Το ηλεκτροσκόπιο είναι το όργανο που καταγράφει τη διαστολή της ατμόσφαιρας. Στην πράξη το υψηλό δυναμικό δεν εφαρμόζεται συνεχώς, αλλά ενεργοποιείται μόνο όταν πρόκειται να ληφθεί μια μέτρηση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το φύλλο αρχίζει να σηκώνεται και θα παρουσιάσει μια από τις παρακάτω χαρακτηριστικές κινήσεις:
1. Μπορεί να φτάσει μια ορισμένη απόκλιση (ας πούμε 20°) και να παραμείνει εκεί.
2. Μπορεί να φτάσει μια ορισμένη απόκλιση, όπως 20° και μέσα στα επόμενα 30 δευτερόλεπτα να πέσει και να σταθεροποιηθεί σε ένα νέο επίπεδο (π.χ. από 20° σε 15°).
3. Μπορεί να φτάσει σε μια απόκλιση και μετά να σταθεροποιηθεί σε υψηλότερη απόκλιση (π.χ. από 20° σε 25°).

Αυτές οι τρεις μεταβολές αντιστοιχούν σε διαφορετικές καταστάσεις της ατμόσφαιρας.

Η πιο απλή ερμηνεία που μπορεί να δοθεί σε αυτή τη συμπεριφορά είναι ότι η κίνηση του φύλλου είναι άμεση έκφραση της κατάστασης της οργονοενέργειας του περιβάλλοντος: ένα φύλλο που ανεβαίνει αντιπροσωπεύει μια φορτισμένη ατμόσφαιρα σε κατάσταση διαστολής και ένα φύλλο που πρώτα ανεβαίνει και μετά αρχίζει να πέφτει, αντιπροσωπεύει μια κατάσταση συστολής ή εκφόρτισης. Το απόλυτο μέγεθος της απόκλισης είναι μέτρο της έντασης της ενέργειας. Αν γίνουν περιοδικές μετρήσεις με αυτό τον τρόπο και παρασταθούν γραφικά (Διάγραμμα 1), θα σχηματιστούν δύο σχεδόν ισαπέχουσες γραμμές, που αντιστοιχούν στην τιμή της αρχικής απόκλισης (I) και στη σταθερή κατάσταση ισορροπίας (S). Αυτές οι καμπύλες μεταβάλλονται σημαντικά με τις καιρικές συνθήκες, με τον ακόλουθο τρόπο:

(α) Η απόκλιση είναι μεγαλύτερη όταν ο ουρανός είναι λαμπερός, καθαρός και έχει καλοσχηματισμένα σύννεφα τύπου cumulus. Αυτή η κατάσταση σχετίζεται με την άνοδο του φύλλου.
(β) Η απόκλιση είναι ελάχιστη όταν ο καιρός είναι βροχερός, υπάρχει πολλή ομίχλη ή καταχνιά ή μετά από δυνατή βροχή. Εδώ το χαρακτηριστικό είναι η πτώση του φύλλου.
(γ) Οι δύο καμπύλες θα πέσουν σχετικά απότομα, αρκετά πριν αρχίσει βροχή και τότε η μια τέμνει την άλλη. Αυτό το φαινόμενο υποδηλώνει μια συγκεκριμένη προγνωστική αξία των καμπυλών. Ο βαθμός κατά τον οποίο η πτώση των καμπυλών «προηγείται» της έναρξης της βροχής, εξαρτάται βέβαια, από το είδος της βροχής.
(δ) Οι καμπύλες είναι σταθερά χαμηλές τη νύχτα.
(ε) Έχει παρατηρηθεί ότι τοπικές επιχειρήσεις νεφοδιάλυσης προκαλούν απότομη πτώση στις καμπύλες, κάτι που αντιστοιχεί στην ελάττωση της τοπικής ενεργειακής έντασης και στην πραγματικότητα αποτελεί επιβεβαίωση επιτυχούς δραστηριότητας κατά τη νεφοδιάλυση.

Έτσι περιγράψαμε μια μάλλον απλή διάταξη η οποία επιτυγχάνει την καταγραφή της ατμόσφαιρας σε ένα από τα βαθύτερα επίπεδά της. Πρέπει να αναφερθούν κάποια πρακτικά σημεία. Η συσκευή είναι πιο ευαίσθητη, πιο αξιόπιστη και παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις αν τοποθετηθεί σε επαφή με τον ανοιχτό αέρα, όπως σε μια βεράντα (προστατευμένη βέβαια από τη βροχή) παρά μέσα στο σπίτι. Αν και η ίδια η υγρασία δεν είναι άμεσος παράγοντας για την ερμηνεία των μετρήσεων (αυτό το θέμα θα συζητηθεί παρακάτω), η συσκευή θα πρέπει να είναι σχετικά αδιάβροχη για να μην φορτωθεί με υγρασία ο συσσωρευτής (κάτι τέτοιο δεσμεύει οργόνη και ελαττώνει την κινητικότητα και την έντασή της). Δε χρειάζεται, να πούμε, ότι όλα τα ηλεκτρικά καλώδια είναι καλά μονωμένα. Επίσης έχει βρεθεί ότι κάποιοι συσσωρευτές δουλεύουν καλύτερα από άλλους όσον αφορά στην παραγωγή μεγαλύτερων διακυμάνσεων ίσως είναι απαραίτητος εδώ κάποιος πειραματισμός.

11 003 Image01 

Οι καμπύλες που φαίνονται στο Διάγραμμα 1 παριστάνουν δεδομένα που λήφθηκαν στην Ανατολική Πενσυλβανία το καλοκαίρι του 1965 και παριστάνουν μεταβολές που συνέβησαν και κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεων και μεταβολές που σχετίζονται με επιχειρήσεις νεφοδιάλυσης (αυτές υποδεικνύονται από τις συμπαγείς ράβδους). Ο αναγνώστης θα εκτιμήσει την ταχύτητα κάποιων αλλαγών, την τομή των καμπυλών μεταξύ τους και τη συσχέτιση με τον καιρό που παρατηρείται (ο σχηματισμός νέφωσης εμφανίζεται στην κορυφή της σελίδας).

Ίσως είναι βοηθητικό σε αυτό το σημείο να αναλύσουμε το ρόλο που παίζει η υγρασία στις μετρήσεις του ηλεκτροσκοπίου. Σύμφωνα με την κλασική θεωρία της Φυσικής, η υγρασία μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στον καθορισμό της απόκλισης, γιατί μεταβάλλει την αγωγιμότητα του αέρα. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η αληθινή υγρασία (δε μιλάμε για την ύπαρξη πραγματικού νερού στον αέρα όπως σε περιπτώσεις ομίχλης) είναι αέριο και όχι υγρό, και δεν καλύπτει τα τοιχώματα της συσκευής, εκτός από τις περιπτώσεις κατακρήμνισης νερού (όπως στην περίπτωση της πάχνης). Επιπλέον, γνωρίζουμε από πολλές πηγές ότι οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα σχετίζονται άμεσα με την κατάσταση της οργονοενέργειας. Πρώτον, η ίδια η υγρασία έλκει και δεσμεύει την οργόνη, ελαττώνοντας την κινητικότητα και την έντασή της. Δεύτερον, ο σχηματισμός νεφών σχετίζεται με περιοχές υψηλού οργονομικού δυναμικού στην ατμόσφαιρα, τα οποία έλκουν και συγκρατούν τους υδρατμούς ως ξεχωριστές μονάδες. Η απόσυρση της ενέργειας (π.χ. νεφοδιάλυση) καταλήγει στη διάλυση του σύννεφου, δηλαδή, το διασκορπισμό του νερού. Τρίτον, έντονες καταστάσεις Θ.ΟΡ. στην ατμόσφαιρα, συχνά σχετίζονται με καταστάσεις υψηλής φόρτισης και διέγερσης και πολύ υψηλές τιμές σχετικής υγρασίας. Έτσι, η περιεκτικότητα του αέρα σε νερό (και η ποιοτική του κατάσταση) και η ενεργειακή κατάσταση, είναι στενά συνδεδεμένες με μη μηχανικό τρόπο. Έτσι δεν μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι υπάρχει μια παρατηρήσιμη σχέση (όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2) μεταξύ της απόκλισης του ηλεκτροσκοπίου και του ποσοστού της σχετικής υγρασίας. Το διάγραμμα αυτό φανερώνει μια μεταβολή αντίθετου πρόσημου μεταξύ της υγρασίας και της ενεργειακής έντασης, όπως ήταν θεωρητικά αναμενόμενο.

Πρέπει να τονιστεί μια τελευταία συσχέτιση: η σχέση με τη διαφορά Το-Τ. Ο Ράιχ βρήκε ότι οι ρυθμοί εκφόρτισης σχετίζονται με τη διαφορά θερμοκρασίας (2). Παρόμοια σχέση έχει παρατηρηθεί με την παραπάνω συσκευή. Προσεκτική παρατήρηση αποκαλύπτει, ωστόσο, ότι η σχέση δεν είναι ακριβώς ένα προς ένα: κάποιες φορές η καμπύλη διαφοράς θερμοκρασίας προηγείται των καμπυλών του ηλεκτροσκοπίου και κάποιες φορές υστερεί (χρονικά). Αυτή η παρατήρηση οδηγεί σε αρκετά συμπεράσματα: πρώτον, ότι η διαφορά θερμοκρασίας και το ηλεκτροσκόπιο καταγράφουν ελαφρά διαφορετικές απόψεις της οργονοενέργειας και, δεύτερον, ότι το ηλεκτροσκόπιο δεν ανταποκρίνεται σε μηχανικές παραμέτρους (ιόντα, υγρασία) της ατμόσφαιρας.

11 003 Image02

 

2η Παράγραφος

Σύμφωνα με την κλασική θεωρία, το ηλεκτροσκόπιο θα έπρεπε να αποκλίνει μόνο όταν ο μεταλλικός του πόλος ή μέρος του μεταλλικού του πόλου αποκτήσει κάποιο φορτίο. Μηχανιστικά, αυτή η έκφραση σημαίνει τη δημιουργία πλεονάσματος ή ελλείμματος ηλεκτρονίων στο μέταλλο, ωστόσο, η Φυσική της Οργόνης αναγνωρίζει το φαινόμενο της διέγερσης. Κατά την άποψη της Οργονομίας, ένα σύστημα μπορεί να φτάσει σε υψηλότερο επίπεδο φόρτισης ή διαστολής σαν αποτέλεσμα διέγερσης (μια διαδικασία που φαίνεται πιο ξεκάθαρα στους ζωντανούς οργανισμούς), παρά από την μεταφορά μονάδων φορτίου.

Ένας φορτισμένος πυκνωτής εκφορτίζεται με το χρόνο, σύμφωνα με μια καμπύλη εκθετικής ελάττωσης. Τώρα, ένα ηλεκτροσκόπιο φορτισμένο με μια χτένα αποτελεί φορτισμένο πυκνωτή, ωστόσο, μια προσεχτική απεικόνιση της εκφόρτισής του με το χρόνο, συχνά αποκαλύπτει μια καμπύλη η οποία διαφέρει σημαντικά από την εκθετική καμπύλη στις πρώτες φάσεις της εκφόρτισης. Τα τελικά στάδια της καμπύλης ακολουθούν ικανοποιητικά την εκθετική καμπύλη αλλά η αρχική εκφόρτιση είναι πιο γρήγορη από ό,τι προβλέπεται μαθηματικά από την τελική μορφή της καμπύλης. Στο Διάγραμμα 3 φαίνονται τρεις τέτοιες καμπύλες, παρουσιάζεται η γραφική παράσταση του λογαρίθμου της γωνίας απόκλισης (θ) σε σχέση με το χρόνο και η σημαντική απόκλιση από τη γραμμικότητα είναι φανερή στα πρώτα στάδια και των τριών καμπυλών. Αυτές οι καμπύλες, είναι δυνατό να δειχθεί ότι αποτελούνται από την πρόσθεση δύο καμπυλών εκφόρτισης, από τις οποίες η πρώτη ισχύει μόνο αρχικά και φθίνει γρήγορα. Η δεύτερη ισχύει σε όλη τη διάρκεια της εκφόρτισης και αντιστοιχεί σε μια πραγματική καμπύλη εκθετικής ελάττωσης. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: Η αργή εκφόρτιση (δεύτερη) αντιπροσωπεύει την πραγματική απώλεια μονάδων φορτίου από το μεταλλικό πόλο και, ακολουθεί την κλασική μέθοδο, ενώ η γρήγορη εκφόρτιση (πρώτη) αντιπροσωπεύει την έλλειψη διέγερσης της ενέργειας, η οποία είναι μερικώς υπεύθυνη για την απόκλιση του φύλλου. Έτσι έχουμε ένα σύστημα στο οποίο η διαστολή λόγω διέγερσης μπορεί να συγκριθεί ποσοτικά με τη διαστολή λόγω της ύπαρξης συγκεντρωμένων ενεργειακών μονάδων. Αυτό το φαινόμενο είναι μοναδικό στη Φυσική της Οργόνης.

11 003 Image03

Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ηλεκτροσκόπιο μπορεί να εμφανίσει απόκλιση από την παρουσία διέγερσης και μόνο. Το ακόλουθο πείραμα υποδεικνύει αυτό το φαινόμενο, αν και δεν είναι οριστικό, εξ αιτίας της εναλλακτικής μηχανιστικής ερμηνείας που στηρίζεται στην επαγωγή φορτίου λόγω «πόλωσης». Ένα ηλεκτροσκόπιο τοποθετείται κοντά σε ένα καλώδιο συνδεμένο με ηλεκτροστατική γεννήτρια υψηλής τάσης (10 kV)- το φύλλο αποκλίνει άμεσα και ζωηρά. Όταν η γεννήτρια πάψει να λειτουργεί, το φύλλο πέφτει απότομα, υποδεικνύοντας ότι η απόκλιση δεν οφειλόταν στη συγκέντρωση φορτίου στο μεταλλικό πόλο. Αν φέρουμε κοντά ένα σωλήνα φθορισμού θα φωτοβολήσει, κι έτσι μπαίνουμε στον πειρασμό να συμπεράνουμε ότι η απόκλιση είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξης μεγάλης διέγερσης σε κοντινή περιοχή.

Η ίδια ηλεκτροστατική γεννήτρια και ο σωλήνας φθορισμού μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παρουσίαση μιας σημαντικής ιδιότητας του «ηλεκτροστατικού» πεδίου. Το καλώδιο από τη γεννήτρια συνδέεται με μια επίπεδη μεταλλική πλάκα περίπου ενός τετραγωνικού ποδιού και ο σωλήνας κρατιέται πάνω από την πλάκα. Ο σωλήνας φωτοβολεί ζωηρά όταν βρίσκεται πάνω από την πλάκα. Καθώς ανυψώνουμε το σωλήνα πάνω από την πλάκα, θα συνεχίσει να φωτοβολεί μέχρι να φτάσει ένα αρκετά καθορισμένο σημείο, περίπου μισό μέτρο μακριά, όπου σβήνει. Ο σωλήνας παραμένει σκοτεινός καθώς συνεχίζουμε να τον ανυψώνουμε, μέχρι που φτάνει σε ένα σημείο (επίσης αρκετά καλά καθορισμένο), περίπου 1-1,2 m πάνω από την πλάκα, όπου με κατάπληξη βρίσκουμε ότι ο σωλήνας φωτοβολεί ξανά! Έτσι προσδιορίζουμε τρεις ζώνες πάνω από το δίσκο, χρησιμοποιώντας το σωλήνα ως ενδεικτική διάταξη και την ηλεκτροστατική ενέργεια ως πηγή της διέγερσης. Στο σημείο αυτό καμία μηχανική εξήγηση δεν μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση αυτού του φαινομένου.

Μπορεί να γίνει ένα απλό πείραμα με το ηλεκτροσκόπιο το οποίο δείχνει το ίδιο φαινόμενο. Σε αυτή την περίπτωση, ένα απλό ηλεκτροσκόπιο φορτίζεται με επαγωγή, χρησιμοποιώντας μια φορτισμένη χτένα. Η χτένα φέρεται κοντά στο μεταλλικό πόλο και ένα δάχτυλο τοποθετείται στον πόλο. Τότε και το δάχτυλο και η χτένα απομακρύνονται απότομα και το όργανο δείχνει μια απόκλιση η οποία, σύμφωνα με την κλασική Φυσική, αποτελείται από φορτίο αντίθετο (αντίθετου πρόσημου) από εκείνο που ήταν στη χτένα (π.χ. αν η χτένα ήταν αρνητικά φορτισμένη, το ηλεκτροσκόπιο θα είναι τώρα θετικά φορτισμένο). Τώρα φέρνουμε τη χτένα από απόσταση κοντά στο ηλεκτροσκόπιο, και η απόκλιση αρχίζει να ελαττώνεται με την ελάττωση της απόστασης, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει (μιλώντας κλασικά). Ωστόσο, σε μια συγκεκριμένη απόσταση από τον πόλο (η οποία αντιστοιχεί στο σημείο στο οποίο είχαμε αρχικά τη χτένα), το φύλλο το οποίο έχει τώρα σχεδόν μηδενική απόκλιση αρχίζει να ανεβαίνει και πάλι, φτάνοντας στην υψηλότερη τιμή όταν η χτένα είναι πολύ κοντά! Φαίνεται σα να υπάρχει ένας «κόμβος» γύρω από το όργανο με διαφορετικά χαρακτηριστικά ενεργειακού πεδίου στις πλευρές του κόμβου. Μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι τα σχετικά δυναμικά της χτένας και του μεταλλικού πόλου (είναι και τα δύο φορτισμένα), αλλάζουν καθώς πλησιάζει η χτένα, έτσι που η χτένα είναι στην αρχή η περιοχή υψηλού δυναμικού (τραβώντας ενέργεια από το ηλεκτροσκόπιο και προκαλώντας την πτώση του φύλλου), αλλά μετά ο μεταλλικός πόλος γίνεται το υψηλό δυναμικό, απορροφώντας ενέργεια και προκαλώντας την αύξηση της απόκλισης του φύλλου. Η ορθή ερμηνεία αυτής της συμπεριφοράς δεν είναι άμεσα ξεκάθαρη, ωστόσο, αν κάποιος παρατηρούσε δύο ή περισσότερους τέτοιους κόμβους γύρω από το όργανο, αυτό θα αποτελούσε ένα ισχυρό στήριγμα της πρώτης άποψης.

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της επιστημονικής έρευνας είναι να παράγει και να αναπτύξει έννοιες οι οποίες απλοποιούν και ενοποιούν διάφορα φυσικά και πειραματικά φαινόμενα — δηλαδή, η μετακίνηση από το ειδικότερο στο γενικότερο. Για αυτό το λόγο, κανένα πείραμα δεν ερμηνεύεται μόνο του, αντίθετα, πρέπει να συγκριθεί με ό,τι είναι γνωστό, για να καθοριστεί αν μπορεί να γίνει κατανοητό με τις υπάρχουσες ιδέες ή αν προτείνει εντελώς καινούργιες ιδέες. Τα δύο πειράματα με το ηλεκτροσκόπιο που μόλις αναλύθηκαν, ανήκουν σε αυτή ακριβώς την κατηγορία και δεν είναι απλά επιτρεπτό αλλά επιβεβλημένο να οδηγηθούμε σε άλλους χώρους παρατήρησης, για να διασαφηνίσουμε αυτά τα συγκεκριμένα ευρήματα. Αυτό που παρατηρήσαμε φαίνεται να είναι ένας «δακτυλιοειδής» ή κομβοειδής σχηματισμός του ηλεκτροστατικού ενεργειακού πεδίου, χρησιμοποιώντας σαν ενδεικτικά όργανα το ηλεκτροσκόπιο και το σωλήνα φθορισμού. Ένα τέτοιο φαινόμενο έχει πράγματι παρατηρηθεί σε άλλους φυσικούς χώρους και, αν και η ανάλυση που θα πραγματοποιήσουμε είναι ομολογουμένως στηριγμένη σε υποθέσεις προς το παρόν, φαίνεται να βοηθά στην κατανόηση των ενεργειακών πεδίων. Πράγματι, θα γίνει φανερό ότι τα φυσικά ενεργειακά πεδία ίσως είναι πιο περίπλοκα από ό,τι αρχικά πιστεύαμε αλλά με ένα νομοτελειακό τρόπο και με ένα τρόπο που να επεκτείνει δημιουργικά την εννοιολογική κατανόηση τέτοιων πεδίων.

Η ιδέα που συζητούμε μπορεί να ονομασθεί «θεωρία φλοιών» των ενεργειακών πεδίων. Θα ξεκινήσουμε περιγράφοντας κάποια ειδικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου, σε διάφορους φυσικούς χώρους:

α) Το άτομο: Η κλασική Κβαντομηχανική αναγνωρίζει ότι η τροχιακή κατανομή ηλεκτρονίων στο άτομο αποτελείται από ομόκεντρους «επιτρεπόμενους» φλοιούς. Αυτοί οι φλοιοί είναι γεωμετρικά υπαρκτοί, αν και όχι τόσο απόλυτα καθορισμένοι όσο θεωρήθηκαν αρχικά. Ωστόσο είναι πολύ αυστηρά καθορισμένοι όσον αφορά την ενέργειά τους. Τα ενεργειακά επίπεδα έχουν ακριβείς τιμές. Για να εξηγήσει την ύπαρξη αυτών των καθορισμένων ενεργειακών επιπέδων, η Φυσική πρέπει να στηριχτεί σε αρκετά βασικά αξιώματα τα οποία περιγράφουν τα κβαντισμένα επίπεδα ενέργειας και ορμής. Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να αναρωτηθούμε αν αυτό το φαινόμενο, αν και περιγράφεται καλά από τα μαθηματικά της κλασικής Φυσικής, απορρέει, από φυσικής άποψης, από την ίδια ιδιότητα των ηλεκτροστατικών πεδίων που προ- καλούν τα προαναφερθέντα πειράματα.

β) Η βαρύτητα: Ο νόμος του Bode είναι ένα εξέχον παράδειγμα ενός ενεργειακού πεδίου το οποίο εμφανίζεται να αποτελείται από ομοκεντρικούς κόμβους οι οποίοι περιβάλουν ένα κεντρικό, φορτισμένο σώμα (ήλιος) (3). Ανάμεσα στους δακτυλίους υπάρχουν, βέβαια, βαρυτικές δυνάμεις και οι γνωστοί νόμοι εξακολουθούν να ισχύουν. Πράγματι, οι φυσικοί και οι τεχνητοί δορυφόροι του ήλιου, περιφέρονται σε σταθερές τροχιές οι οποίες δεν υπακούουν σε γεωμετρική πρόοδο. Ωστόσο η φύση έχει τοποθετήσει τους μεγαλύτερους δορυφόρους του ήλιου (τους πλανήτες), σε ένα εντυπωσιακό πρότυπο σχετικών αποστάσεων και αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη κάποιας φυσικής αιτίας. Επί πλέον, κάποιοι από τους δορυφόρους των μεγαλύτερων πλανητών (π.χ. του Δια και του Κρόνου) έχουν δορυφόρους-φεγγάρια οι οποίοι περιστρέφονται σε τροχιές με ακτίνες που φαίνεται ότι σχετίζονται αρμονικά. Έτσι, αν και το βαρυτικό πεδίο —όπως και το ηλεκτρικό πεδίο— είναι συνεχές γύρω από το κεντρικό σώμα, μπορεί να έχει ειδικά χαρακτηριστικά σε συγκεκριμένες νομοτελειακά συνδεδεμένες αποστάσεις.

γ) Η Ανθρώπινη Αύρα: Το ανθρώπινο πεδίο —όπως φαίνεται οπτικά (αύρα)— περιγράφεται από τον Kilner (4) ως μη συνεχές αλλά ως αποτελούμενο από αρκετά ξεχωριστά στρώματα γύρω από το σώμα. Περιγράφονται τρία επίπεδα: Ένα λεπτό εσωτερικό πεδίο, πολύ κοντά στο δέρμα. ένα δεύτερο πεδίο, λίγες ίντσες μακριά από την επιφάνεια του σώματος. και ένα τρίτο, ένα σχεδόν ελλειψοειδές φωτοστέφανο το οποίο περικλείει ολόκληρο το σώμα. Πειραματικά, μπορεί να δειχθεί συχνά ένα φαινόμενο που μοιάζει με ύπαρξη κόμβων γύρω από το σώμα με ένα εύκολο τρόπο, χρησιμοποιώντας ένα δέκτη στην περιοχή των FM ή μια συσκευή τηλεόρασης ως ενδεικτικές συσκευές. Ο δέκτης συντονίζεται ελαφρώς δίπλα από την κεντρική συχνότητα του σταθμού. Μια ακουστική ή οπτική αλλαγή θα προκύψει σε συγκεκριμένες αποστάσεις καθώς κάποιος πλησιάζει ή απομακρύνεται από τη συσκευή.

δ) Η Γη: Η γη ίσως να μην είναι ένα τόσο ξεκάθαρο παράδειγμα του φαινομένου της ενεργειακής διαστρωμάτωσης γιατί το παρατηρήσιμο φαινόμενο συνίσταται στην κατανομή σωματιδιακής ύλης, από την οποία θα εξαχθεί ο σχηματισμός του ενεργειακού πεδίου. Πρώτον, η γη περιβάλλεται από τρεις ομοκεντρικούς φλοιούς των στοιχείων «krx» (5): του υδρογόνου, του ήλιου και του οξυγόνου. Το υδρογόνο βρίσκεται στον εξωτερικό και το οξυγόνο στον εσωτερικό φλοιό. Η σημασία αυτών των στοιχείων στη βαρυτική θεωρία έχει αναλυθεί σε άλλο σημείο. (3) Θα ερμηνεύσουμε αυτή την κατανομή με δύο τρόπους: α) μηχανικά, με τον ισχυρισμό ότι τα ελαφρύτερα στοιχεία είναι περισσότερο απομακρυσμένα γιατί η βαρυτική δύναμη είναι ασθενέστερη σε αυτά, ή β) ενεργειακά, με τον ισχυρισμό ότι τα «υψηλότερα» στοιχεία βρίσκονται πιο κοντά στη γη, όπου το ενεργειακό πεδίο είναι ισχυρότερο. Αυτό ίσως να υπονοεί ότι τα στοιχεία δημιουργούνται εκεί που απαντιόνται, γιατί αντιστοιχούν στο κατάλληλο ενεργειακό επίπεδο του περιβαλλοντικού πεδίου. Δεύτερον, ας δούμε τις ζώνες ακτινοβολίας Van Allen οι οποίες αποτελούνται από δύο απόλυτα διακριτές δακτυλιοειδείς συγκεντρώσεις ιόντων που περιβάλλουν τη γη στον ισημερινό. Γιατί είναι καλά διαχωρισμένες — εξ αιτίας κάποιας κρίσιμης ισορροπίας ανάμεσα στην ταχύτητα των ιόντων, την κατανομή φορτίου και την ένταση του γήινου μαγνητικού πεδίου ή εξ αιτίας κάποιας διαχωριστικότητας των γήινων ενεργειακών πεδίων;

Είναι αλήθεια ότι ίσως έχουμε υπερβεί κάποια όρια στην προσπάθειά μας να συγκρίνουμε τόσο διαφορετικά μεγέθη όπως το ανθρώπινο και το βαρυτικό πεδίο, ωστόσο, οι παραπάνω περιγραφές εκφράζουν μια αληθινή εικόνα της φύσης στην αδιατάραχτη μορφή της. Επί πλέον, στο βαθύτερο επίπεδο, η ίδια οργονοενέργεια είναι η δύναμη που δημιουργεί. Αν δεχθούμε για μια στιγμή ότι αυτές οι παρατηρήσεις είναι αληθινές και σημαντικές, πώς μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τα ενεργειακά πεδία που εμφανίζονται να έχουν μια ασυνεχή συνιστώσα και τι είδους εννοιολογικές διαδικασίες πρέπει να επικαλεστούμε; Αρκετές πιθανότητες προκύπτουν από μόνες τους:

α) Η φλοιώδης διαμόρφωση των ενεργειακών πεδίων μπορεί να είναι μια βασική, εγγενής φυσική λειτουργία, πέρα από κάθε ανάλυση. Αν δεχθούμε αυτή την ιδέα, δε βρισκόμαστε, ομολογουμένως, σε καλύτερη θέση από τον κλασικό Φυσικό, ο οποίος πρέπει να καταφύγει σε αφηρημένα αξιώματα. Μια τέτοια τοποθέτηση είναι πραγματικά στείρα και αναπαραγωγική.

β) Οι παρατηρήσιμοι κόμβοι μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης: μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ του κεντρικού σώματος και του περιβάλλοντος. Έτσι θα μπορούσε να είναι ένα είδος αντήχησης, στην οποία ο δακτύλιος ενέργειας βρίσκεται στο σημείο όπου τα αμοιβαία χαρακτηριστικά των δύο συστημάτων είναι αρμονικά.

γ) Το δακτυλιοειδές φαινόμενο μας θυμίζει έντονα ένα παρόμοιο φαινόμενο που συναντάται σε άλλους φυσικούς χώρους: τα στάσιμα κύματα, όπως τα στάσιμα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που συναντώνται γύρω από πομπούς ραδιοφωνικών σημάτων. Σε αυτή την περίπτωση, το ενεργειακό πεδίο είναι πολύ δυναμικό γιατί το φορτισμένο σώμα εκπέμπει συνεχώς παλμούς ενέργειας. Επί πλέον, κάποια από τα πεδία (π.χ. βαρυτικό) υποδηλώνουν όχι μόνο την ακτινική προς τα έξω κίνηση, αλλά και περιστροφή, σα να αποτελείται το ενεργειακό πεδίο από στρόβιλο. Αυτή είναι μια ελκυστική ιδέα, καθώς η αυθεντική βαρυτική κίνηση είναι ένας στρόβιλος υπέρθεσης, όπως σε ένα γαλαξία.

δ) Τέλος είναι κατανοητό ότι πρέπει να επικαλεστούμε αρκετούς διαφορετικούς μηχανισμούς για να εξηγήσουμε αυτά τα φαινόμενα τα οποία μπορεί να μην είναι απόλυτα συγκρίσιμα.

Πρέπει, τέλος, να επεκτείνουμε τη φαντασία μας και να αποφύγουμε τη στείρα μηχανική έννοια των «στατικών» πεδίων και να κατανοήσουμε την αληθινή, κινούμενη, δυναμική φύση τους: η κινούμενη ύλη συνεπάγεται κινούμενη ενέργεια. Αν και η τελευταία αυτή παράγραφος ήταν σε κάποιο βαθμό στηριγμένη σε υποθέσεις, ελπίζω τουλάχιστον να αποτελέσει ένα ερέθισμα για παραπέρα σκέψη και πειραματισμό σε αυτό το χώρο.

Βιβλιογραφία

  1. Rosenblum, C.F.: «Το ηλεκτροσκόπιο (Μέρος I)», Αμερικάνικο Περιοδικό της Οργονομίας, 3:188-97, Νοέμβριος, 1969.
  2. Reich, W.: «Η Βιοπάθεια τον Καρκίνου», Νέα Υόρκη: Orgone Institute Press, 1948.
  3. Rosenblum, C.F.: «Το Περιστρεφόμενο Βαρυτικό Κύμα», Αμερικάνικο Περιοδικό της Οργονομίας, 2: 95-99, 1968.
  4. Kilner, W.J.: «Η Ανθρώπινη Αύρα». New Hyde Park, Ν.Υ.: University Books, 1965.
  5. Reich, W.: «Επαφή με το Διάστημα: Δεύτερη Αναφορά Όρανουρ». Νέα Υόρκη: Core Pilot Press, 1957.

Πηγή : Το Περιοδικό της Οργονομίας, τεύχος 11, σελίδες 52-64.

Κατεβάστε το παραπάνω άρθρο σε μορφή pdf :
pdfTo Hlektroskopio_II.pdf1.3 MB.