4. Από την ψυχανάλυση στη βιοφυσική

Εγκαταλείπει την ψυχανάλυση και μπαίνει στο χώρο της βιοφυσικής

Με αυτά τα ευρήματα ο Ράιχ άφησε πίσω του τον ψυχικό χώρο της ψυχανάλυσης και εισήλθε στο πεδίο της βιοφυσικής, όπου ανακάλυψε μια καινούρια έννοια της υγείας. Αυτή η σύλληψη βασιζόταν στον ενεργειακό μεταβολισμό φόρτισης και εκφόρτισης, μια κατάσταση που ο Ράιχ ονόμαζε «σεξουαλική οικονομία». Δουλεύοντας απευθείας τη μυϊκή θωράκιση και απελευθερώνοντας τις συγκρατημένες συγκινήσεις, βελτίωσε τη θεραπευτική τεχνική του. Τη θεραπεία αυτή την ονόμασε χαρακτηραναλυτική νευροφυτοθεραπεία και διαπίστωσε πως στους περισσότερους ασθενείς έδινε γρηγορότερα και πληρέστερα αποτελέσματα από την ψυχανάλυση, ακόμα και από την χαρακτηρανάλυση.

Διερευνώντας την προέλευση της ζωής, μελέτησε την αποσύνθεση της τροφής, θεωρώντας πως η ενέργεια που συντηρεί τη ζωή προέρχεται από την τροφή. Χρησιμοποιώντας την αποστείρωση για να αντιμετωπίσει την επιμόλυνση, μελέτησε την αποσύνθεση σε μικροσκοπική μεγέθυνση 2.000-3.000x. Ανακάλυψε πως από την αποδόμηση προέκυπταν μικροσκοπικά φωταυγάζοντα σφαιρίδια, που κινούνταν ελεύθερα και μπορούσαν να καλλιεργηθούν. Όταν καρκινικά κύτταρα ή μικρόβια πλησίαζαν αυτές τις ενεργειακές κύστεις, παρέλυαν και σκοτώνονταν. Αυτά τα σφαιρίδια έμοιαζαν να αποτελούν ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ έμβιας και άβιας ύλης. Ο Ράιχ τα ονόμασε «βιόντα».

Τα βιόντα είναι μικροσκοπικές σταγόνες ενέργειας που περιβάλλονται από μεμβράνη και προκύπτουν από οτιδήποτε μπορεί να διογκωθεί και να αποδομηθεί, όπως άμμο, κάρβουνο, χώμα ή και από κάθε ζωντανό ιστό. Ο Ράιχ δεν ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τα βιόντα, ούτε ο πρώτος που τα μελέτησε. Ο Τσάρλτον Μπάστιαν, σύγχρονος του Παστέρ, τα ανέφερε στο βιβλίο του «Η απαρχή της ζωής» υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν την απαρχή των μικροβίων και της νόσου. Ο κόσμος υιοθέτησε τη θέση του Παστέρ ότι τα μικρόβια είναι μόνιμα και αμετάβλητα. Αλλά ο Μπάστιαν βρισκόταν πιο κοντά στην αλήθεια. Ο Ράιχ δεν γνώριζε αρχικά τη δουλειά τού Μπάστιαν, παρά αρκετά χρόνια αργότερα.

Μελετώντας τα βιόντα το χειμώνα του 1939 στο υπόγειο εργαστήριό του, παρατήρησε πως το δέρμα του μαύρισε και ένιωθε φλόγωση στα μάτια. Η δυσμενής κατάσταση των ματιών του, που συνέβαινε όταν χρησιμοποιούσε μικροσκόπιο, εξελίχθηκε σε επιπεφυκίτιδα. Εξαιτίας αυτών των συμπτωμάτων έγινε προφανές πως τα βιόντα έπρεπε να εκπέμπουν κάποιου είδους ακτινοβολία. Ανακάλυψε πως το ηλεκτροσκόπιο ανίχνευε φόρτιση στα μεταλλικά εργαλεία που βρίσκονταν κοντά στις καλλιέργειες των βιόντων. Μια μέρα παρατήρησε πως ένα ζευγάρι γάντια από καουτσούκ απέκτησαν υψηλή φόρτιση. Θυμήθηκε τους Κιουρί και το ραδιενεργό ράδιο και τρομοκρατήθηκε. Τι είδους ακτινοβολία εξέπεμπαν αυτά τα μικροσκοπικά πραγματάκια που μπορούσε να δώσει τέτοια αποτελέσματα; Προσπάθησε να προστατέψει τον εαυτό του από την ακτινοβολία των βιόντων κατασκευάζοντας ένα κουτί με μεταλλικό κάλυμμα για να περιορίσει την ακτινοβολία. Έκπληκτος παρατήρησε πως το αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο έντονο μέσα στο κουτί και ότι υπήρχαν παρατηρήσιμες επιπτώσεις της ακτινοβολίας ακόμη και έξω από αυτό.

Τα αποτελέσματα έδειχναν ότι δεν υπήρχε κανενός είδους άμυνα απέναντι σ' αυτήν την ακτινοβολία. Φαινόταν να βρίσκεται παντού. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε και δεν παρατηρούσε βλάβες στην υγεία του, σταμάτησε να φοβάται και εντατικοποίησε την έρευνά του. Θεώρησε πως μελετούσε απελευθερωμένη ενέργεια που είχε πρωταρχική πηγή τον Ήλιο. Αργότερα, παρατήρησε πως υπήρχε ελεύθερη στην ατμόσφαιρα. Την ανακάλυψε παντού – στο αίμα, που το άφησε να αποσυντεθεί, στους ιστούς και στο γρασίδι. Την ταυτοποίησε με την ενέργεια που παρατήρησε στην επιφάνεια της επιδερμίδας και τη μετονόμασε «ενέργεια της ζωής» ή «οργονοενέργεια» από το «οργανισμός» ή «οργασμός». Τελικά κατέληξε πως πρόκειται για κοσμική, αρχέγονη ενέργεια από την οποία προέκυψε κάθε έμβια και άβια ύλη. Ο αιθέρας για τον οποίο οι άνθρωποι συζητούσαν για πολλά χρόνια.

Ο Ράιχ θεώρησε πως αυτά τα ευρήματα αποτελούσαν τη σημαντικότερη ανακάλυψή του μετά την ανακάλυψη του ηδονικού οργασμικού σπασμού. Το επόμενο διάστημα το αφιέρωσε στη μελέτη αυτής της ενέργειας. Με άλλα λόγια τα μετέπειτα χρόνια ήταν η περίοδος μελέτης της φυσικής της οργόνης.

Ο Ράιχ κατάφερε να αναπτύξει από τα βιόντα πρωτόζωα, οδηγούμενος έτσι στην ιδέα πως και ο καρκίνος θα μπορούσε να αναπτυχθεί με τον ίδιο τρόπο. Επικεντρώθηκε ολόψυχα στη μελέτη του καρκίνου και κατάφερε να δημιουργήσει ένα φιλμ το οποίο δείχνει καρκινικά κύτταρα να αναπτύσσονται από την αποσύνθεση ζωντανών ιστών. Κατέδειξε έτσι πως ο καρκίνος αποτελούσε βιοπάθεια που προέκυπτε από τη σεξουαλική καταπίεση, με επακόλουθο την παραίτηση και το θάνατο του οργανισμού. Μέσα από αυτές και άλλες μελέτες, προσδιόρισε τη συγκεκριμένη ενέργεια της ζωής, που την ονόμασε «οργόνη» (από την ενέργεια τού οργανισμού).

Το 1938 εκδόθηκε το βιβλίο του «Τα βιόντα» και το 1939 «Τα πειράματα των βιόντων στο πρόβλημα του καρκίνου». Μια ομάδα ψυχιάτρων στο πανεπιστήμιο του Όσλο, που ήταν οξύτατα ανταγωνιστικοί απέναντι στη δουλειά του, ξεκίνησαν να τον δυσφημούν συστηματικά χρησιμοποιώντας τις εφημερίδες. Ο Ράιχ επικεντρωμένος στην έρευνά του παρέμενε σιωπηλός.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση έγινε αφόρητη και το 1939 ο Ράιχ αποδέχτηκε την πρόσκληση να μεταβεί στην Αμερική προκειμένου να διδάξει ιατρική ψυχολογία στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών στη Νέα Υόρκη. Δίδαξε εκεί για δύο χρόνια. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1939 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με την Ίλσε Όλεντροφ, η οποία παρέμεινε αφοσιωμένη συνεργάτιδα, συνεχίζοντας να δουλεύει ακόμη και μετά το διαζύγιό τους το 1951. Απέκτησαν έναν γιο τον Πίτερ, που γεννήθηκε το 1944. Ο Ράιχ αγόρασε ένα σπίτι στο Φόρεστ Χιλς της Νέας Υόρκης και εκεί ίδρυσε το Ινστιτούτο Οργόνης.