Άγχος: ευλογία ή κατάρα;

του Τσαρλς Κόνια, M.D.

Τόσο η ιατρική οργονομία όσο και η παραδοσιακή ψυχιατρική θεωρούν το άγχος ως σημαντική κλινική οντότητα. Ωστόσο διαφέρουν ριζικά ως προς την κατανόηση και αγωγή αυτής της διαταραχής.

Η οργονομία εξετάζει το άγχος ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης ενεργειακής διαταραχής, η οποία προκαλεί βιολογικές και συγκινησιακές επιδράσεις. Η παραδοσιακή μηχανιστική ψυχιατρική θεωρεί το άγχος βιοχημική διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας των κέντρων του αυτόνομου νευρικού συστήματος του εγκεφάλου. Αυτές οι δύο απόψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και επομένως η θεραπευτική τους προσέγγιση διαφέρει ριζικά.

Η ιατρική οργονομία ενθαρρύνει τον ασθενή να αντέχει το άγχος, όσο το δυνατόν περισσότερο. Έτσι επιτρέπει στο άτομο να έρθει σε επαφή με τα καταπιεσμένα από το άγχος συναισθήματά του επιτρέποντας σε αυτά να βγουν στην επιφάνεια και να αποφορτιστούν.

Από την άλλη πλευρά, ο στόχος της παραδοσιακής ψυχιατρικής είναι να διορθώσει τη βιοχημική “ανισορροπία” με σκοπό να εξαλείψει το δυσάρεστο σύμπτωμα. Αυτό επιτυγχάνεται δίνοντας στον ασθενή αγχολυτικά φάρμακα ρυθμιστικά του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Και οι δύο μέθοδοι είναι απολύτως ορθολογιστικές, βασισμένες στο θεωρητικό τους υπόβαθρο.

Αυτό ωστόσο για το οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε είναι το εξής: Ποια από τις δύο αντικρουόμενες απόψεις ερμηνεύει την πραγματική φύση του άγχους;

Η έρευνα του Βίλχελμ Ράιχ για τη φύση του άγχους ακολούθησε την αρχική λειτουργική τακτική συλλογισμού του Φρόιντ, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση μεταξύ σεξουαλικότητας και άγχους. Ο Ράιχ αλλά και ο Φρόιντ αναγνώρισαν πως η απωθημένη και μπλοκαρισμένη από την αντίληψη σεξουαλική διέγερση, κατά κάποιο τρόπο μετατρέπεται σε άγχος. Το πώς όμως συνέβαινε η μετατροπή παρέμεινε μυστήριο για τον Φρόιντ. Ο Ράιχ βρήκε την απάντηση μέσω της κλινικής πρακτικής του παρατηρώντας πως όταν η σεξουαλική ενέργεια απελευθερωνόταν, μετέτρεπε το άγχος σε σεξουαλική διέγερση. Με την αποφόρτιση της σεξουαλικής διέγερσης, πραγματοποιούνταν σημαντική βελτίωση στην κατάσταση του ασθενούς. Η σεξουαλική ικανοποίηση εξουδετέρωνε το άγχος.

Αυτή η αξιοσημείωτη παρατήρηση επιτρέπει μόνο μια ερμηνεία: Και οι σεξουαλικές συγκινήσεις και το άγχος είναι το αποτέλεσμα της ροής της βιολογικής ενέργειας. Αυτή η ενέργεια όταν διεγείρεται και μπορεί να κινηθεί προς την περιφέρεια γίνεται αντιληπτή ως σεξουαλική και ευχάριστη, προσπαθώντας έντονα να εκφορτισθεί. Όταν όμως μπλοκάρεται από αυτό που ο Ράιχ ονόμασε θωράκιση, παραμένει παγιδευμένη στον πυρήνα του οργανισμού και γίνεται αντιληπτή ως άγχος. Όταν η θωράκιση είναι ασταθής και κατά συνέπεια,, δεν μπορεί να δεσμεύσει την ενέργεια, το πρώτο αίσθημα που γίνεται αντιληπτό είναι το άγχος. Αυτό μπορεί να ποικίλει σε ένταση, από την ήπια ανησυχία, μέχρι τον απόλυτο πανικό. Τέτοιες καταστάσεις περιγράφονται πολύ σωστά ως “απώλεια ελέγχου” ή “κατάρρευση” και αυτή είναι η πολύ δύσκολη κατάσταση που αναγκάζει τα άτομα να αναζητήσουν θεραπεία.

Ο Ράιχ μέσα από τις κλινικές παρατηρήσεις του συμπέρανε πως υπήρχε μια βασική αντίθεση ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια τού οργανισμού, σε σχέση με τη ροή της βιολογικής διέγερσης

Η σεξουαλικότητα είναι το βιολογικό αποτέλεσμα της διαστολής – έξω από τον εαυτό – με την κίνηση της ενέργεια από το κέντρο του οργανισμού προς την περιφέρεια. Το άγχος είναι το βιολογικό αποτέλεσμα της συστολής – πίσω στον εαυτό – με την ενέργεια να κινείται προς την αντίθεση κατεύθυνση, από την περιφέρεια προς τον πυρήνα.

Η βιολογική υγεία απορρέει από την ικανότητα του οργανισμού να πάλλεται ελεύθερα μεταξύ διαστολής και συστολής, με τη διαστολή να υπερισχύει. Η θωράκιση είναι η κατάσταση που αναστέλλει τον παλμό και καταλήγει σε μια λίγο ή πολύ χρόνια κατάσταση που μπορεί να είναι συστολή ή διαστολή.

Ο Ράιχ συγκεκριμενοποίησε αυτά τα σημαντικά κλινικά ευρήματα σε μια σειρά από προσεκτικά πειράματα. Το πέτυχε τοποθετώντας ηλεκτρόδια στην επιφάνεια του δέρματος και απέδειξε πως από όλα τα συγκινήσεις, μόνο η ηδονή είναι ικανή να αυξάνει τη βιοηλεκτρική φόρτιση στην επιφάνεια του δέρματος. Όλες οι άλλες συγκινήσεις όπως το άγχος και η οργή συνδέονταν με πτώση του δυναμικού φορτίου του δέρματος.

Το περίπλοκο αυτόνομο νευρικό σύστημα αντιπροσωπεύει τη δομή των απλών λειτουργιών της ενέργειας, Το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι το περιφερειακό ή κρανιο-ιερό τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η διέγερση του παρασυμπαθητικού συστήματος υπερισχύει κάθε φορά που υπάρχει διαστολή του οργανισμού με ταυτόχρονη αίσθηση ηδονής. Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αποτελεί το κεντρικό ή θωρακικό-οσφυϊκό τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η διέγερσή του επικρατεί κάθε φορά που ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση συστολής και αυτές τις στιγμές βιώνεται η αίσθηση του άγχους.

Στην ιατρική οργονοθεραπεία η θωράκιση διαλύεται σκόπιμα. Αυτό συνεπιφέρει άγχος, επειδή η κύρια λειτουργία της θωράκισης είναι να εμποδίζει τον οργανισμό να νιώθει τόσο οδυνηρά συναισθήματα.

Ο οργονομιστής γιατρός ενθαρρύνει το άτομο να βιώνει και να αντέχει το άγχος, ούτως ώστε να μπορέσει να νιώσει τα βαθύτερα συγκρατημένα συναισθήματα και έπειτα να τα εκφράσει. Αυτός ο τρόπος επιφέρει το επιθυμητό, θετικό, θεραπευτικό αποτέλεσμα: το άγχος εξαλείφεται και αντικαθίσταται από μια αίσθηση απολαυστικής ευεξίας.

Κατά το τελευταίο στάδιο της θεραπείας , το άγχος φτάνει σε ακραία όρια – οργασμικό άγχος. Το άτομο θεραπεύεται εάν καταφέρει να υπερνικήσει την τελευταία προσπάθεια αποφυγής αυτών των έντονων συγκινήσεων, ενώ εξαλείφονται όλα τα προηγούμενα συμπτώματα.

Μόνο η ιατρική οργονομία παρέχει κατανόηση του άγχους η οποία βασίζεται σε αντικειμενικό πειραματισμό. Επιπλέον, μόνο η ιατρική οργονομία η οποία είναι μια θεραπευτική μέθοδος που σπανίως έχει την ανάγκη να χρησιμοποιεί φάρμακα, εξετάζει το άγχος παίρνοντας υπόψη της το σύνολο του οργανισμού. Η παραδοσιακή ψυχιατρική παραμένει παντελώς αδαής σχετικά με την επεξήγηση του Ράιχ για την αιτιολογία και θεραπεία του άγχους.

Σήμερα υπάρχουν αναρίθμητες θεωρίες οι οποίες ωστόσο στερούνται της γνώσης για την ενεργειακή βάση του άγχους. Από τη μια πλευρά προέρχονται από τους ψυχαναλυτές, οι οποίοι επικαλούνται καθαρά ψυχολογικές αιτίες βασισμένες στο περιεχόμενο των καταπιεσμένων μνημών και από την άλλη μεριά από τους βιοχημικά προσανατολισμένους ψυχιάτρους οι οποίοι ισχυρίζονται - χωρίς αποδείξεις - ότι η κατάσταση άγχους είναι το αποτέλεσμα μιας διαταραχής στη φυσιολογία του εγκεφάλου.

Η μηχανιστική ψυχιατρική θεωρεί το άγχος ως αυτόνομη αρρώστια και δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι μόνο η εκδήλωση μιας βαθύτερης συναισθηματικής διαταραχής με νευροφυσιολογικές συνέπειες Χαρακτηρίζει την κατάσταση ως “χημική ανισορροπία” και επομένως δίνει την εντύπωση ότι προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση για την αιτία του προβλήματος. Λογικά συνεπάγεται πως η μοναδική θεραπεία ή το πιο σημαντικό συστατικό της θεραπείας, είναι να καταπνίξει το ενοχλητικό συναίσθημα με φάρμακα.

Παρόλα αυτά η χρήση φαρμάκων για τη θεραπεία του άγχους μειώνει μόνο προσωρινά τη βιολογική ενέργεια του οργανισμού, αλλά δεν εξαλείφει τη θωράκιση που δεσμεύει τα απωθημένα συναισθήματα. Συνεπώς, οι ασθενείς που λαμβάνουν αγχολυτική αγωγή, πρέπει να τη συνεχίζουν εσαεί ή μέχρι να μπορέσουν να επαναθωρακιστούν αυθόρμητα.

Στην καλύτερη περίπτωση το υψηλότερο επίπεδο λειτουργικότητας που μπορεί να αποκτηθεί είναι αυτό που υπήρχε πριν εμφανισθεί η ασθένεια.

Η ιατρική οργονομία δεν αντιτίθεται σε αυτή τη μορφή της θεραπείας, με την προϋπόθεση ότι η αγωγή θα βασίζεται σε ορθή κλινική κρίση. Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα να διαχωρίζονται τα άτομα για τα οποία η καλύτερη θεραπεία είναι η φαρμακευτική αγωγή, από εκείνα που είναι βιοφυσικά ικανά να αντέξουν το άγχος το οποίο εμπεριέχεται στη διάλυση της θωράκισης.

Με λίγα λόγια η παραδοσιακή ψυχιατρική κοινότητα χρειάζεται να επιμορφωθεί σχετικά με την ιατρική οργονοθεραπεία η οποία είναι μια θεραπεία ικανή να εξαλείφει τη βιοφυσική βάση των διαταραχών άγχους, ενώ επιτυγχάνει ένα επίπεδο λειτουργικότητα σημαντικά υψηλότερο από την κατάσταση που βρισκόταν το άτομο πριν εμφανίσει συμπτώματα άγχους.