Εγώ και η οργόνη

Εγώ και η Οργόνη

του Όρσον Μπιν (Orson Bean)

Σημείωση στην αμερικάνικη έκδοση

Δημοσιεύοντας αυτές τις επιλογές από το βιβλίο του Όρσον Μπιν, θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι είναι μια υποκειμενική προσωπική μαρτυρία από τις εμπειρίες ενός ανθρώπου και δεν πρέπει να παρθεί ως μοντέλο προς το οποίο πρέπει να στοχεύει η θεραπεία. Ειδικότερα θα πρέπει να πούμε ότι δεν περιγράφεται το χαρακτηραναλυτικό μέρος της οργονοθεραπείας το οποίο είναι συχνά πολύ πιο οδυνηρό στον ασθενή από τη δουλειά που γίνεται πάνω στους μυώνες του.

Ας προσέξει λοιπόν ο αναγνώστης: δεν βρίσκεται αυτός στο θεραπευτικό κρεβάτι.

Όταν ήρθε η Τρίτη, έφυγα νωρίς από το σπίτι και περπάτησα νωχελικά μέσα από το πάρκο Κάρλ Σούρτς δίπλα στο ποτάμι. Ήταν μια δροσερή, ζωντανή μέρα και εδώ κι εκεί άχνιζαν υδρατμοί από μικρές λιμνούλες που είχαν αφήσει μικρά σκυλιά πριν τα τραβήξει μαζί του ο συνοδός τους.

Πέρασα από το πάρκο διαλέγοντας προσεκτικά πού πατάω, ευχαριστώντας το Θεό που οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης δεν έχουν ελέφαντες.

Μπήκα στο κτίριο του γιατρού Μπέικερ, ένα μεγάλο μοντέρνο συγκρότημα διαμερισμάτων και ρώτησα τον άνθρωπο στο θυρωρείο πού ήταν το γραφείο του. Μου είπε πού ήταν και, ή το φαντάστηκα ή πράγματι με κοίταξε περίεργα.

Πέρασα ένα μακρύ διάδρομο που στο βάθος ήταν η πόρτα. Υπήρχε ένα ασυνήθιστο άρωμα στο διάδρομο όπως πλησίαζα στην πόρτα του Μπέικερ, μια δροσερή αλλά έντονη μυρωδιά, περίπου σαν όζον. Δεν μπορούσα να την προσδιορίσω.

Δοκίμασα, και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκα σε ένα μεγάλο δωμάτιο που θάταν το καθημερινό, αν ο χώρος θα χρησιμοποιόταν για διαμέρισμα. Υπήρχαν ένας καναπές κι ένα τραπεζάκι του καφέ με τα τελευταία τεύχη του περιοδικού «Λάιφ» πάνω του. Μπορούσα να δω μια τυπικά μικρή κουζίνα και μια τουαλέτα και ανάμεσά τους μια πόρτα που προφανώς οδηγούσε σε μια κρεβατοκάμαρα.

Πίσω από την πόρτα, μόλις μπορούσα ν' ακούσω τον ήχο από το κλάμα μιας κοπέλας. Ήταν περίπου δύο παρά πέντε. Περίμενα δέκα λεπτά περίπου ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και πριν προλάβω να σηκώσω τα μάτια μου άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να κλείνει. Προφανώς η κοπέλα πετάχτηκε έξω και έτρεξε στο μπάνιο. Δύο λεπτά αργότερα ο γιατρός Μπέικερ μπήκε στο λίβινγκ ρουμ.

Ήταν ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος με βαθύ και έντονο βλέμμα.

«Τι κάνετε;» είπε. «Δε θα περάσετε;»

Μπήκα πριν απ' αυτόν στο εσωτερικό δωμάτιο. Μέσα υπήρχε ένα μικρό κρεβάτι, καλυμμένο μ' ένα φρεσκοσιδερωμένο σεντόνι, ένα γραφείο με μια καρέκλα από τη μια και την άλλη μεριά και μια άλλη καρέκλα με την πλάτη στον τοίχο.

Υπήρχαν γρίλιες στα παράθυρα και στον τοίχο ένας πίνακας ζωγραφισμένος ερασιτεχνικά, φτιαγμένος - μου φάνηκε - από κάποιο ασθενή. Το όλο διαμέρισμα ήταν βαμμένο με ανοιχτό σοκολατί χρώμα και ήταν στρωμένο από τοίχο σε τοίχο με καφέ χαλί.

Ο γιατρός Μπέικερ κάθισε στο γραφείο του και μου έδειξε την καρέκλα μπροστά. Μπορούσα να ακούσω αδιόρατα την κοπέλα να κλαίει στο μπάνιο πίσω μου. Έβγαλε από το γραφείο του ένα σημειωματάριο κι ένα στυλό και ρώτησε το ονοματεπώνυμό μου, την ηλικία μου, τη διεύθυνση κ.λπ. Έπειτα έγειρε πίσω στην καρέκλα του και είπε: «Γιατί ενδιαφέρεστε να δουλέψετε μαζί μου;» Του είπα ότι είχα τελειώσει μια ψυχαναλυτική θεραπεία δέκα ετών που υποτίθεται ότι είχε επιτυχία, ότι είχα δουλέψει σκληρά και θεωρούσα ότι είχα προχωρήσει όσο μακριά ήταν σε θέση να με πάει ο γιατρός, αλλά ότι βασικά ένιωθα ανικανοποίητος από τα αποτελέσματά της και με τη ζωή μου. Του είπα ότι είχα μια πετυχημένη σταδιοδρομία και μια μικρή κορούλα που την αγαπούσα καθώς και έντονη σεξουαλική ζωή, όχι όμως και κάποια γυναίκα που να νοιάζομαι γι' αυτήν, από τότε που με άφησε η γυναίκα μου. Είπα ότι δεν είχα κατάθλιψη και δεν ήμουν ιδιαίτερα δυστυχισμένος, αλλά δε θα ήμουν ποτέ ικανοποιημένος ώσπου να αισθανθώ ολοκλήρωση και πραγματικά ευτυχισμένος. Του είπα πώς έγινε και διάβασα τη «Λειτουργία του Οργασμού» του Ράιχ και ότι ήξερα πως η βασική ιδέα ήταν σωστή από την πρώτη στιγμή που έμαθα γι' αυτή.

Πίσω μου άκουσα το καζανάκι, την πόρτα του μπάνιου και μετά την μπροστινή πόρτα να ανοίγει και να κλείνει.

Ο γιατρός Μπέικερ είπε: «Μάλιστα»... «Λοιπόν, βγάλτε τα ρούχα σας να σας ρίξω μια ματιά».

Τα μάτια μου έγιναν ανέκφραστα καθώς σηκώθηκα και άρχισα να ξεντύνομαι. «Μπορείτε να κρατήσετε το σώβρακο και τις κάλτσες» είπε ο Μπέικερ, προς ανακούφισή μου. Ακούμπησα τα ρούχα μου στην καρέκλα στον τοίχο τακτοποιώντας τα όμορφα, μήπως και «πάρω το βραβείο». «Ξάπλωσε στο κρεβάτι» είπε ο γιατρός. «Ναι, βέβαια» είπε το μικρό ρομπότ και το έκανε. «Απλά, ανάπνεε ελεύθερα» είπε, ενώ τραβούσε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και καθόταν στο πλάι μου. Κάρφωσα τα μάτια μου σ' ένα λεκέ από νερό κοντά στην πάνω γωνιά του παράθυρου του γιατρού Μπέικερ και ανάπνεα φυσιολογικά. Σκεφτόμουν: «Τι θα γίνει αν μου σηκωθεί, μούρθει να χέσω ή να κάνω εμετό στο κρεβάτι του;»

Ο γιατρός ψηλάφισε με τα δάκτυλά του τους μυώνες γύρω από το σαγόνι και το λαιμό μου. Βρήκε ένα σφικτό μυώνα στο λαιμό μου, τον πίεσε με δύναμη και συνέχισε να τον πιέζει. Πονούσε τρομερά, αλλά «ο μικρός Χριστός το υπόμενε αγόγγυστα». «Σε πόνεσε αυτό;» ρώτησε ο Μπέικερ.

«Ε, λιγάκι» είπα, μη θέλοντας να τον ενοχλήσω, «Μονάχα λιγάκι;» είπε.

«Ε λοιπόν, πόνεσε πολύ» είπα. «Πόνεσε τρομερά».

«Γιατί δε φώναξες;»

«Είμαι ένας ενήλικος».

Άρχισε να τσιμπά τους μυώνες μου στο μαλακό μέρος των ώμων μου. Ήθελα να του σπάσω τα σαδιστικά μούτρα του, να βάλω τα ρούχα μου και να σηκωθώ να φύγω από κει μέσα. Αντί γι' αυτό, είπα «Ω».

Έπειτα είπα: «Αυτό πονάει».

«Δεν ακούγεται σαν να πονάει» είπε.

«Λοιπόν, πονάει», είπα και κατάφερα να βγάλω ένα «Ωοο, Ωοο».

«Τώρα παίρνε βαθιές εισπνοές και εκπνοές» είπε κι έβαλε την παλάμη του ενός χεριού του στο στήθος μου πιέζοντάς το δυνατά προς τα κάτω με το άλλο.

Ένιωσα ένα δυνατό πόνο. «Κι αν σπάσει το κρεβάτι;» σκέφτηκα. «Κι αν σπάσει η σπονδυλική μου στήλη; Κι αν λιποθυμήσω;»

Πήρα μερικές εισπνοές κι εκπνοές κι έπειτα ο Μπέικερ «ανακάλυψε» τα πλευρά μου κι άρχισε να τα εξετάζει και να τα πιέζει.

Άρχισα να σκέφτομαι σκηνές βασανισμού από ένα έργο. Κατάφερα να βγάλω μερικές αξιοθρήνητες κραυγές, που ήλπιζα ότι θα ράγιζαν την καρδιά του Μπέικερ. Αυτός άρχισε να «τρυπά» το στομάχι μου, τσιμπώντας εδώ κι εκεί για να βρει κανένα σφιγμένο μικρό μυώνα. Δεν ανησυχούσα πια μήπως μου σηκωθεί, ίσως και να μη μου σηκωνόταν ποτέ πια, αλλά η πιθανότητα να τα κάνω στο κρεβάτι του φαινόταν όλο και μεγαλύτερη. Προχώρησε παρακάτω προσπερνώντας σπλαχνικά το σώβρακό μου - δεν ξέρω τι περίμενα να κάνει, να μου μετρήσει το πέος ή κάτι τέτοιο - και άρχισε να τσιμπάει και να «σουβλίζει», τους μυώνες από τη μέσα μεριά των ποδιών μου. Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα ότι οι ώμοι, τα πλευρά και το στομάχι μου συγκριτικά με αυτό το σημείο δεν είχαν πονέσει καθόλου. Ο πόνος ήταν απίστευτος και γινόταν πιο έντονος γιατί αυτή ήταν μια περιοχή που ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι θα πονούσε. Παρ' όλα αυτά οι φωνητικές μου εκδηλώσεις έμοιαζαν περισσότερο με αδύναμα τιτιβίσματα νεοσσού. «Γύρνα από την άλλη», είπε ο Μπέικερ. Γύρισα κι αυτός αρχίζοντας από το λαιμό μου δούλευε προς τα κάτω με ένα αλάνθαστο ένστικτο για κάθε σφικτό μυώνα που πονούσε.

Πίεζε και «ζύμωνε» και με «σούβλιζε» και θα μπορούσα να πουλήσω και τη μάνα μου ακόμη για να σταματήσει. «Γύρνα ξανά από την άλλη» είπε. «Θέλω να εισπνέεις και να εκπνέεις όσο πιο βαθιά μπορείς και συγχρόνως να γυρίζεις τα μάτια σου γύρω χωρίς να κουνάς το κεφάλι σου. Προσπάθησε να κοιτάς και στους τέσσερις τοίχους, έναν τη φορά και να κινείς τα μάτια σου από τη μια άκρη ως την άλλη όσο πιο πολύ μπορείς». Άρχισα να γυρίζω τα μάτια μου και αισθανόμουν μάλλον χαζός αλλά ταυτόχρονα ευγνώμων γιατί δε βασάνιζε πια το κορμί μου. Τα μάτια μου γύριζαν και γύριζαν. «Συνέχισε να αναπνέεις» είπε ο Μπέικερ.

Άρχισα να αισθάνομαι μια περίεργη ευχάριστη αίσθηση στα μάτια μου σαν τη γλυκιά ζαλάδα που έρχεται όταν καπνίζεις μαριχουάνα. Η ζαλάδα άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπο και το κεφάλι μου και μετά κάτω στο κορμί μου.

«Εντάξει» είπε ο Μπέικερ «τώρα θέλω να συνεχίσεις ν' αναπνέεις και να κλοτσάς με τα πόδια σου στο κρεβάτι σαν να κάνεις ποδήλατο». Άρχισα να σηκώνω τα πόδια μου και να τα κατεβάζω ρυθμικά χτυπώντας το κρεβάτι με τις φτέρνες μου. Οι μηροί μου άρχισαν να πονάνε και αναρωτιόμουν πότε θάλεγε «αρκετά», αλλά δεν είπε. Συνέχιζα και συνέχιζα μέχρι που τα πόδια μου ήταν έτοιμα να πέσουν κάτω αδύναμα. Μετά σιγά - σιγά σταμάτησα να πονάω και η ίδια γλυκιά αίσθηση ευχάριστης ζαλάδας άρχισε να απλώνεται σε ολόκληρο το κορμί μου, όμως αυτή τη φορά πολύ πιο ισχυρή.

Ένιωθα σαν να είχε κυριεύσει το «ποδηλάτισμά» μου ένας ρυθμός τελείως ανεξάρτητος από την προσπάθεια που κατέβαλα. Ένιωσα σαν να μεταφέρομαι και να βρίσκομαι υπό τον έλεγχο κάποιου μεγαλύτερου από εμένα. Ανάπνεα πολύ βαθύτερα από κάθε άλλη φορά και είχα την αίσθηση της κάθε αναπνοής σε όλη την πορεία της μέσα από τα πνευμόνια μου και μέχρι κάτω στη λεκάνη μου.

Βαθμιαία ένιωσα τον εαυτό μου σαν να υψωνόταν από το σοκολατί δωμάτιο του Μπέικερ πάνω, μέσα στα άστρα. Παλλόμουν σε ένα αστρικό ρυθμό. Στο τέλος ήξερα ότι ήταν ώρα να σταματήσω.

Έμεινα εκεί, για πόσα λεπτά δεν ξέρω, και άκουσα τη φωνή του να λέει: «Πώς αισθάνεσαι;».

«Υπέροχα», είπα. «Πάντα αυτό συμβαίνει;»

«Πάνω - κάτω», είπε. «Μπορώ να σε βλέπω κάθε Τρίτη στις δύο. Το ιδανικό θα ήταν να σ' έβλεπα δύο φορές την εβδομάδα, αλλά δεν έχω το χρόνο και μια φορά τη βδομάδα είναι αρκετά.

Σηκώθηκα και άρχισα να φοράω τα ρούχα μου ενώ ένιωθα ένα τρέμουλο.

«Είμαι λίγο ζαλισμένος», είπα.

«Μην ανησυχεί;» είπε «θάσαι μια χαρά. Στην πραγματικότητα είσαι σε αρκετά καλή κατάσταση. Δεν θα διαρκέσει πολύ».

Συμφωνήσαμε για την αμοιβή του. Τέλειωσα το ντύσιμό μου, του έδωσα το χέρι και βγήκα έξω στο δωμάτιο αναμονής. Ένας φαλακρός άνδρας καθόταν εκεί διαβάζοντας το «Λάιφ». Δε με κοίταξε. Αναρωτιόμουν πόση ώρα ήταν εκεί και αν είχε ακούσει τις φωνές μου στο άλλο δωμάτιο. Πέρασα την πόρτα και βγήκα στο χολ. Μου φαινόταν ότι τα πόδια μου ίσα - ίσα άγγιζαν τους ντυμένους με χαλί διαδρόμους. Βγήκα έξω στον ανοιχτό αέρα και πέρασα το δρόμο μπαίνοντας στο πάρκο. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό πάνω από το ποτάμι. Ήταν ένα μπλε βαθύ, τόσο βαθύ που δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου και φαινόταν να υπάρχουν σε αυτό μικρά σημαδάκια από φως που τρεμόπαιζαν. Σαν όλες μου οι αισθήσεις να ήταν οξυμένες. Αντιλαμβανόμουν το κάθε τι με τη μεγαλύτερη διαύγεια. Περπάτησα νιώθοντας αναζωογονημένος και ξεχειλίζοντας από ενέργεια.

Το βράδυ πήγα να δουλέψω στο θέατρο και κάπως το έβγαλα το σόου. Δεν ήξερα αν ήμουν καλός ή κακός. Έφτασα σπίτι κάποια ώρα μετά τα μεσάνυχτα ξέροντας ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να πάω για ύπνο. Αντί να κατασιγάσει η ενέργεια που έτρεχε μέσα στο κορμί μου είχε δυναμώσει στη διάρκεια της νύχτας, κινούμενη ρυθμικά πάνω, κάτω, από το κεφάλι στα δάχτυλα των ποδιών. Δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό μου ότι ήταν η οργοενέργεια ή ό,τι άλλο διάολο όνομα ήθελε κανείς να της δώσει. Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχα νιώσει παλιότερα και ήξερα ότι είχα βουτηχτεί στην ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο.

Κάθισα στο παράθυρό μου που έβλεπε στο ποτάμι παρατηρώντας τα σκουπίδια που περνούσαν επιπλέοντας. Σκέφτηκα για τη ζωή, τους ανθρώπους, και τα παιδιά και το σεξ. Την πρώην γυναίκα μου και την ψυχανάλυση και το πώς στο όνομα του Θεού οι άνθρωποι είχαν καταλήξει να είναι όπως είναι. Στο τέλος, κατά τις πεντέμισι το πρωί με πήρε ο ύπνος.

Την Τετάρτη το πρωί μετά την πρώτη μου επίσκεψη στον Μπέικερ ξύπνησα μετά από πέντε ώρες ύπνο νιώθοντας αγαλλίαση. Ο καφές μου είχε καλύτερη γεύση από κάθε άλλη φορά και ακόμη και τα σκουπίδια που επέπλεαν στο ποτάμι μου φαίνονταν να έχουν μια ελαφράδα και συμμετρία.

Η αίσθηση αυτή κράτησε και την υπόλοιπη μέρα. Ήταν μια αίσθηση ότι είμαι καλά και σε αρμονία με τον κόσμο. Αισθανόμουν το σώμα μου ελαφρύ, και μικρά κύματα ευχαρίστησης ανέβαιναν και κατέβαιναν στα χέρια μου, στα πόδια και στο κορμί μου. Όταν ανέπνεα, η αίσθηση της κίνησης συνέχιζε κάτω στη βάση του κορμιού μου και ήταν όμορφη. Αισθανόμουν απροσδιόριστα διεγερμένος μ' ένα τρυφερό τρόπο και η σκέψη γενικά των γυναικών με γέμιζε αγάπη. Πήγα στο θέατρο εκείνο το βράδυ και έκανα μια παράσταση που με ευχαρίστησε ... Μετά το σόου πήγα στο μπαρ του Ντικ Έντουαρντς για λίγο και μετά γύρισα σπίτι. Είχα αρχίσει να ξεκουρδίζομαι. Τα μικρά ρεύματα ευχαρίστησης λιγόστευαν και μια αίσθηση άγχους είχε αρχίσει να παίρνει τη θέση της. Καφετιά σημάδια που θα γίνονταν μαύρα και μπλε την επόμενη, άρχισαν να εμφανίζονται εκεί που ο Μπέικερ με είχε τσιμπήσει και πιέσει. Κάθισα στο παράθυρο με ένα ποτό στο χέρι και κοίταζα στο ποτάμι. Το φεγγάρι έλαμπε και ξεχώρισα ένα ξύλινο κουτί που επέπλεε και έγραφε πάνω Del Μοnte. Del Monte. Τι; αναρωτήθηκα. Αχλάδια ίσως.

Έπεσα στο κρεβάτι. Κατάλαβα ότι κρύωνα και άπλωσα το χέρι μου να πάρω μια ακόμη κουβέρτα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν κρύος από το φόβο μου. Προσπάθησα να αναλύσω τα αισθήματά μου όπως είχα μάθει στην ψυχανάλυση. Ήταν ένα διαφορετικό είδος φόβου απ' ό,τι είχα νιώσει μέχρι τώρα. Σκέφτηκα ένα σόου με μαριονέτες που είχα δει παιδί με κούκλες - σκελετούς που χόρευαν στη μουσική του «La Dance Macabre» και μετά άρχισαν να διαλύονται, να ξεκολλάνε τα πόδια, τα χέρια και τα κεφάλια τους και να κομματιάζονται τα πλευρά και οι λεκάνες τους. Αισθανόμουν και εγώ σαν να είχα αρχίσει να διαλύομαι. Το άγχος ήταν τρομακτικό και καταλάβαινα ότι ασυνείδητα έσφιγγα τους μυώνες μου για να «μη γίνω κομμάτια». Το υπέροχο, γεμάτο αίσθημα, το γεμάτο χαρά, που με απελευθέρωσε έφευγε μακριά, και στη θέση του υπήρχε η αίσθηση να κρατηθώ με κάθε τρόπο στη ζωή. Η θωράκισή μου, αν αυτό ήταν, μου φαινόταν σαν παλιός φίλος τώρα. Ο κόσμος λέει «θα προτιμούσα να πεθάνω στην ηλεκτρική καρέκλα παρά να περάσω τη ζωή μου στη φυλακή», αλλά οι φυλακισμένοι δεν το λένε αυτό ποτέ. Μια ζωή πίσω από τα σίδερα είναι καλύτερη από το θάνατο, πέρα από όποιες θεωρίες. Συνειδητοποίησα ότι θα χρειαζόταν όλο το κουράγιο που θα μπορούσα να μαζέψω για να αποθωρακιστώ. Ήξερα ότι θα πολεμούσα τον γιατρό Μπέικερ σε κάθε βήμα, αλλά επίσης θυμόμουν πώς είχα αισθανθεί σε κείνες τις 36 περίπου ώρες μετά την πρώτη συνάντηση και το ήθελα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Πέρασα τη νύχτα και την υπόλοιπη εβδομάδα και για ακόμη μια φορά πήρα το δρόμο μου ανάμεσα στις βρωμιές των σκύλων του πάρκου. Προσπέρασα το σπίτι του δήμαρχου και μπήκα στο κτίριο του Μπέικερ.

Μύρισα το όζον στο χολ, και μπαίνοντας τέντωσα τα αυτιά μου ν' ακούσω αν η κοπέλα έκλαιγε πάλι μέσα. Μετά από λίγο η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και σήκωσα τα μάτια από το περιοδικό αρκετά γρήγορα για να δω μια νόστιμη γυναίκα με ωχρό πρόσωπο να τρέχει στο μπάνιο. Ο Μπέικερ βγήκε αμέσως έξω και μου είπε να περάσω, κάτι που έκανα. Μου είπε να βγάλω τα ρούχα μου και να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Γδύθηκα αφήνοντας το φριχτό τζόκεϊ σώβρακό μου και τις μαύρες μου κάλτσες (όπως φοράνε στις πορνοταινίες, σκέφτηκα) και ξάπλωσα στο κρεβάτι.

«Πώς ήταν η εβδομάδα που πέρασε;» ρώτησε ο Μπέικερ. Και εγώ του είπα «άκουσα την κοπέλα να τραβάει το καζανάκι και να φεύγει». «Η αντίδρασή σου να σφιχτείς μετά από μια περίοδο ηδονικών αισθήσεων ήταν απόλυτα φυσική και αναμενόμενη» είπε. «Δεν θα έχεις πάντα αυτά τα όμορφα αισθήματα, αλλά καλό είναι να θυμάσαι πώς ήταν για να μπορείς να δουλέψεις για να τα νιώσεις πάλι. Θα σε βοηθήσει να αντέξεις το φόβο που θα νιώθεις όταν η θωράκιση θα διαλύεται». Μετά μου είπε να χαλαρώσω και να αναπνέω όσο πιο βαθιά και μαλακά μπορούσα. Το έκανα. Με παρακολούθησε για λίγο και μετά είπε: «Σαν τους περισσότερους ανθρώπους, εισπνέεις αρκετά εύκολα, αλλά δεν εκπνέεις εντελώς». Και λέγοντάς το αυτό έβαλε πάλι την παλάμη του ενός χεριού και την έσπρωξε κάτω με το άλλο πάνω στο στήθος μου. Παρ' όλο που ήταν λεπτός είχε τη δύναμη του Κίνγκ Κόνγκ. Είχα συγκεντρωθεί για να ακούσω τον ήχο των πλευρών μου που θα έσπαζαν. Έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και μετά ο Μπέικερ την πίεζε έξω από μένα σπρώχνοντας προς τα κάτω και κρατώντας εκεί μέχρι που άρχιζα να βγάλω ρόγχους. Πάντως όταν σταμάτησε να πιέζει ανακάλυψα ότι μπορούσα να συνεχίσω την έτσι κι αλλιώς βαθιά αναπνοή και μπορούσα να αισθανθώ τον παλμό της διαστολής και συστολής του στήθους μου να συνεχίζει προς τη λεκάνη μου. Ήταν όμορφα.

«Τώρα» είπε ο Μπέικερ «συνέχισε την αναπνοή και άρχισε πάλι να κλοτσάς με τα πόδια σου». Άρχισα το ρυθμικό κλότσημα, ξαπλωμένος έτσι με την πλάτη, τραβώντας τα πόδια μου ψηλά και χτυπώντας τις φτέρνες κάτω, τη μια μετά την άλλη, στο κρεβάτι. Ο Μπέικερ μου υπενθύμιζε συνεχώς να αναπνέω όπως κλοτσούσα και σιγά-σιγά εμφανίσθηκε πάλι μέσα μου εκείνη η ευχάριστη τρεμουλιαστή αίσθηση της ενέργειας που κινείται. Κλοτσούσα και κλοτσούσα και ανάπνεα και ανάπνεα.

Άρχισα να νιώθω τα χείλη μου γεμάτα ζέστα και αισθησιακά και τα δάκτυλά μου γεμάτα ενέργεια σαν να μπορούσα τεντώνοντας ένα από αυτά να κάνω να τιναχτεί από αυτό μια ακτίνα όπως ακριβώς βλέπουμε στους ήρωες των κόμικς.

Η συνεδρία έφθασε στο τέλος και για άλλη μια φορά, βγήκα απ' το γραφείο του Μπέικερ πάνω σε ένα σύννεφο. Για μερικές εβδομάδες κάθε Τρίτη στις δύο, ανάπνεα και κλοτσούσα. (Είχα στο μεταξύ ανακαλύψει ότι η αναπνοή μου και το στήθος μου απελευθερώνονταν και βοηθούσαν στην κινητοποίηση της ενέργειας στο σώμα μου πράγμα που βοηθούσε τη διαδικασία της αποθωράκισης). Ο Μπέικερ τώρα με έβαζε να χτυπώ με τις γροθιές μου το κρεβάτι την ίδια ώρα που κλοτσούσα. Χτυπούσα και κλοτσούσα και ανάπνεα και ο ρυθμός με συνέπαιρνε και εκστασιαζόμουν.

Τότε, μια Τρίτη μου συνέβη κάτι τρομερό. Άρχισα να παραλύω. Έκανα τις συνηθισμένες αναπνοές και κλοτσιές όταν παρατήρησα ότι το πρόσωπό μου και τα χείλη μου είχαν μια περίεργη αίσθηση και τα δάχτυλά μου άρχισαν να στρεβλώνουν με τον πιο παράδοξο τρόπο. Είχα μια επώδυνη σχεδόν αίσθηση σαν κάποιος να με είχε συνδέσει με την πρίζα και να με διέγειρε. Έπειτα δεν μπορούσα να κινήσω καθόλου το πρόσωπο και τα χέρια μου και ο Μπέικερ τα σταμάτησε όλα αυτά αρχίζοντας να τρίβει τα χέρια μου. Βαθμιαία ξαναγύρισα στη φυσιολογική μου κατάσταση. «Τι στο διάολο ήταν αυτό;» ρώτησα. «Συσσώρευσες περισσότερη ενέργεια από όση μπορούσες να αντέξεις σε αυτό το στάδιο», είπε, «και έτσι το σώμα σου συστάλθηκε αντιμετωπίζοντάς το αυτό».

«Ίσως να ήταν το παραπάνω οξυγόνο από όλες αυτές τις αναπνοές», είπα.

«Όχι», είπε ο Μπέικερ, «αυτό θα έλεγε η παραδοσιακή ιατρική, αλλά θα δεις αργότερα στη θεραπεία σου ότι θα είσαι σε θέση να αναπνέεις όσο θέλεις χωρίς το σώμα σου να αντιδρά με συστολή».

Οι Τρίτες έρχονταν και περνούσαν και όταν ο Μπέικερ ένιωσε ότι είχα φορτίσει με αρκετή ενέργεια το στήθος μου άρχισε να δουλεύει απελευθερώνοντας τους χρόνια συσπασμένους μυώνες που έλεγχαν τα μάτια μου. Αυτό είναι το πρώτο τμήμα της θωράκισης που πρέπει να ελευθερωθεί σε όλους τους ασθενείς.

Για να αρχίσει η μείωση της θωράκισης των ματιών μου ο γιατρός Μπέικερ κρατούσε ένα μολύβι μπροστά μου και έλεγε να το κοιτάζω διαρκώς. Έπειτα άρχιζε να το κινεί τριγύρω με ταχύτητα σε τυχαία σχήματα και αυτό με ανάγκαζε να το κοιτάζω αυτόματα. Η διαδικασία αυτή κρατούσε για δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά και τα αποτελέσματα μου προκαλούσαν κατάπληξη. Αισθανόμουν τα μάτια μου ελεύθερα στο κεφάλι μου και μπορούσα να νιώθω ό,τι υπήρχε άμεση σύνδεση ανάμεσα σε αυτά και το μυαλό μου. Έπειτα με έβαζε να γυρίζω τα μάτια μου τριγύρω χωρίς να κινώ το κεφάλι μου, αναγκάζοντάς τα να εστιάζονται σε κάθε τοίχο όταν το βλέμμα μου έπεφτε πάνω του. Όση ώρα το έκανα αυτό έπρεπε να αναπνέω βαθιά και ρυθμικά.

Μου έλεγε να κάνω γκριμάτσες και να παίρνω διάφορες εκφράσεις (κι εγώ αισθανόμουν σαν ηλίθιος) ή έβαζε να κοιτώ καχύποπτα με τα μάτια μου ή να προσπαθώ να τα κάνω να εκφράζουν σφοδρή λαχτάρα. Όλα αυτά σταδιακά μ' έκαναν να αισθάνομαι, σαν να χρησιμοποιούσα τα μάτια μου για πρώτη φορά μετά από πολλά - πολλά χρόνια και αυτή ήταν μια υπέροχη αίσθηση.

Μια μέρα καθώς εξέφραζα λαχτάρα, ξαφνικά σκέφτηκα έναν σκύλο που είχα παλιά. Το όνομά του ήταν Όμηρος και τον είχα πάρει από μια φιλοζωική εταιρεία της Βοστώνης όταν ήμουν εννιά ή δέκα χρόνων.

Τον πήγα σπίτι με τον υπόγειο σιδηρόδρομο και αγαπηθήκαμε. Ήταν ένα μεγάλο άχαρο, μισομεγαλωμένο λυκόσκυλο. Τον είχα γλυτώσει από το κλουβί και το θάνατο και έδειχνε να το ξέρει και ποτέ δύο πλάσματα στη Γη δεν είχαν αισθανθεί τόσο κοντά το ένα στο άλλο. Είμαστε πάντα μαζί και αισθανόμουν όλες τις φορές τρελή ευτυχία όταν τον εύρισκα να με περιμένει μετά το σχολείο. Έδενα ένα σκοινί στο λαιμό του, τον έβγαζα μακρινές βόλτες και μετά γυρίζαμε σπίτι και περνάγαμε όπως μου φαινόταν ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια.

Αλλά ο Όμηρος ήταν νευρικό σκυλί και οι γονείς μου ήταν σε συνεχή ανησυχία μήπως και δαγκώσει κανένα παιδί στη γειτονιά. Μια μέρα δάγκωσε τη μητέρα μου και ο πατέρας μου τηλεφώνησε στη φιλοζωική εταιρεία που ήρθαν με ένα φορτηγό και τον πήραν μακριά μου. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, έπεσα στο κρεβάτι μου κι έκλαιγα για ώρα. Έπειτα ορκίστηκα να μην επιτρέψω σε κανένα να με κάνει να ξανακλάψω και ποτέ δεν ξανάκλαψα - ούτε ακόμη και όταν πέθανε η μητέρα μου, όταν ήμουν στο γυμνάσιο - μέχρι εκείνη την ημέρα στο γραφείο του Μπέικερ. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου για πρώτη φορά μετά από εικοσιπέντε χρόνια. Έμεινα, εκεί στο κρεβάτι κλαίγοντας μέχρι που τέλειωσε η συνεδρία. Περπατώντας μέσα από το πάρκο σκέφτηκα τον Όμηρο κι έκλαψα κι άλλο.

Την επόμενη Τρίτη ο γιατρός Μπέικερ αντί για μολύβι, έβγαλε ένα φακό σαν στυλό. Έσβησε τα φώτα τον άναψε και άρχισε να τον περιφέρει μπροστά στα μάτια μου. Αυτό είχε ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα. Ακολουθούσα το φως με τα μάτια καθώς σχημάτιζε ακαθόριστα σχέδια στο σκοτάδι και το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό. Μπορούσα πραγματικά να νιώσω ότι το μυαλό μου κινιόταν μέσα στο κεφάλι μου.

Ο Μπέικερ κίνησε το φακό μπροστά στα μάτια μου γύρω στα δεκαπέντε λεπτά, ύστερα άναψε τα φώτα, κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μου και είπε: «Κινούνται ωραία». Το κάθε τι στον τρόπο που δούλευε μαζί μου και στο πώς εξέφραζε κρίσεις δεν ήταν μηχανικό, αλλά το αποτέλεσμα της ικανότητας ενός ανθρώπινου όντος να έρχεται σε επαφή με τα αισθήματα και τις ενεργειακές φορτίσεις ενός άλλου.

«Κάνε μια γκριμάτσα σε μένα» είπε ο Μπέικερ κι εγώ τον κοίταξα με ένα ηλίθιο «πονηρό» βλέμμα. «Τώρα κάντο πιο έντονο» είπε. Παραμόρφωσα το πρόσωπό μου παίρνοντας μια απαίσια γκρανγκινιολική έκφραση. «Τι σε κάνει να αισθάνεσαι;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω» είπα, λέγοντας ψέματα.

«Κάτι πρέπει να σε κάνει να αισθάνεσαι».

«Ε, λοιπόν, νομίζω - περιφρόνηση»,

«Νομίζεις»

«Ναι».

«Δεν ξέρεις»

«Εντάξει, περιφρόνηση».

«Αισθάνεσαι περιφρόνηση για μένα;»

«Ε, έτσι πρέπει υποθέτω».

«Υποθέτεις;»

«Εντάξει, στο δαίμονα, αισθάνομαι».

«Αισθάνεσαι τι;»

«Περιφρόνηση! Χριστέ μου!»

«Ποιο είναι το πρόβλημα;»

«Σου είπα τι αισθάνθηκα».

«Ναι, αλλά δεν το αισθάνθηκα από σένα».

«Εντάξει, στο διάολο, είναι μεγάλη ανοησία να είμαι εδώ ξαπλωμένος, γυρίζοντας τα μάτια γύρω - γύρω».

«Βάλε το δάχτυλό σου μέσα στο λαιμό σου» είπε ο Μπέικερ,

«Τι;» είπα.

«Προσπάθησε να κάνεις εμετό».

«Μα θα ξεράσω πάνω στο κρεβάτι σου».

«Εάν το θελήσεις μπορείς να το κάνεις» είπε.

«Μονάχα συνέχισε να αναπνέεις την ώρα που θα το κάνεις».

Έμεινα ξαπλωμένος αναπνέοντας βαθιά και κρατώντας το δάχτυλό μου βαθιά μέσα στο λαιμό μου για να κάνω εμετό. Μετά το έκανα ξανά. «Συνέχισε να αναπνέεις» είπε ο Μπέικερ. Το κάτω χείλος μου άρχισε να τρέμει σαν του μικρού παιδιού, δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου και άρχισα να κλαίω γοερά. Έκλαιγα με λυγμούς για πέντε λεπτά σαν να μου είχε σπάσει η καρδιά. Τελικά το κλάμα υποχώρησε.

«Σου συνέβη τίποτα;» ρώτησε ο Μπέικερ.

«Σκέφτηκα τη μητέρα μου και πόσο πολύ την αγαπούσα» είπα, «και πως αισθανόμουν ότι ποτέ δεν μπορούσα να την πλησιάσω και αισθάνθηκα την καρδιά μου να ραγίζει» συμπλήρωσα. «Αισθάνθηκα σαν να μπορούσα να νιώσω αυτά τα πράγματα βαθιά μέσα μου, για πρώτη φορά από τότε που ήμουν μικρός, και είναι τόσο μεγάλη ανακούφιση να μπορώ να κλαίω πάλι, δεν είναι καθόλου μεγάλη βλακεία. Απλά ήμουν τρομαγμένος».

«Ναι», είπε «αυτό είναι κάτι που φοβίζει. Έχεις πολύ θυμό να βγάλεις από μέσα σου, πολύ μίσος και οργή και έπειτα πολλή λαχτάρα και αγάπη».

«Εντάξει», είπε, «θα σε δω την επόμενη φορά».

Σηκώθηκα, ντύθηκα και έφυγα.

«Ούρλιαξε», είπε ο Μπέικερ μια μέρα. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου φορώντας το φρικτό σλιπ μου.

«Τι εννοείς;» είπα.

«Απλά ούρλιαξε», είπε.

Άφησα να βγει μια αδύναμη βραχνή κραυγή και μετά χαμογέλασα.

«Αυτό είναι όλο που μπορείς να βγάλεις» ρώτησε.

«Αα» επανέλαβα και γέλασα ξανά. Άρπαξε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με το ένα χέρι και με το άλλο έσπρωξε το σαγόνι μου κάτω μέχρι το λαιμό με όλη του τη δύναμη.

Ήμουν σίγουρος πως σε όλη τη ζωή μου θα έμοιαζα από δω και πέρα σαν χαζός.

«Χριστέ μου» είπα όταν τελικά με άφησε.

«Τώρα θέλω να σ' ακούσω να ουρλιάξεις για τα καλά» είπε ο Μπέικερ,

Ένας δυνατός ήχος βγήκε από μέσα μου και ήμουν σίγουρος ότι κάποιος άλλος τον είχε βγάλει.

«Ξανά», είπε και για άλλη μια φορά δούλεψε μέσα μου ο απίθανος εγγαστρίμυθος και βγήκε από τα σωθικά μου ένας δυνατός ήχος.

«Γύρνα από την άλλη», είπε. Γύρισα και άρχισε να με «σουβλίζει» στην πλάτη μου, γύρω στις ωμοπλάτες. Βρήκε ένα σημείο που του άρεσε και άρχισε να το πιέζει. Το πίεσε δυνατά κι έβγαλα ένα ουρλιαχτό. Το πίεζε με όλη του τη δύναμη και το τσιμπούσε κι εγώ στρίγγλιζα. Μου φάνηκε ότι δεν είχα ποτέ πριν στριγγλίσει, εκτός ίσως όταν ήμουν μωρό αν και δεν είμαι και σίγουρος ότι τα μωρά της Νέας Αγγλίας κάνουν κάτι τέτοιο. Το στρίγκλισμα είναι κάτι που κάνουν οι γυναίκες ηθοποιοί στο σινεμά. Αλλά ο μυώνας που βρήκε ο Μπέικερ ήταν όλο το κόλπο.

Δεν ήταν ότι πονούσε τόσο πολύ - αν και πονούσε - ήταν ότι είχε βρει το «κουμπί» και δεν είχα άλλη εκλογή. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε να είναι.

Οι μυώνες που χαλάρωνε ήταν ακριβώς αυτοί που έσφιγγα επί τόσα χρόνια όταν εξυπηρετούσα το σκοπό μου να μην ουρλιάξω ξανά. Τους είχα κρατήσει σφιγμένους για τόσο πολύ καιρό που η κατάσταση είχε γίνει χρόνια και τώρα που ο Μπέικερ τους «ξεκλείδωνε» όλα τα μπλοκαρισμένα ουρλιαχτά ξεχύνονταν έξω. Τελικά ο «κυβερνήτης υπέγραψε την αναστολή της εκτέλεσής μου» και ο Μπέικερ σταμάτησε να με συνθλίβει.

«Τώρα», είπε «χτύπα με τη γροθιά σου το κρεβάτι». Έσφιξα τα χέρια μου και χτύπησα αδύναμα πάνω στο σεντόνι.

«Πιο δυνατά», είπε ο Μπέικερ. Ένιωσα σαν χαζός. Ξαφνικά άρχισε να συνθλίβει ξανά εκείνο τον πονεμένο - σαν κόμπο μυώνα χωρίς να σταματά.

Τότε χτύπησα πραγματικά το κρεβάτι.

Άρχισα να το κοπανάω δυνατά και με τις δυο γροθιές μου καθώς ήμουν ξαπλωμένος με την κοιλιά, φωνάζοντας και ουρλιάζοντας σαν τρελός και δαγκώνοντας μέσα σε αληθινή κρίση, προσπαθώντας να βρω ένα δρόμο διαφυγής για να γλιτώσω από τα χέρια του. Ύστερα έκλαψα βαθιά, παραδομένος απόλυτα. Τότε ο Μπέικερ με άφησε και έμεινα εκεί κλαίγοντας βαθιά με λυγμούς.

Κάθε φορά που ανάπνεα ένιωθα την αναπνοή μου σαν να ταξίδευε μέχρι τη βάση της σπονδυλικής μου στήλης και μετά έκλαιγα πάλι με ένα κλάμα γεμάτο απελπισία και σπαραγμό. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου πέντε λεπτά και ύστερα έμεινα εκεί με το πρόσωπό μου «θαμμένο» μέσα στα σεντόνια για άλλα πέντε λεπτά αναπνέοντας αυθόρμητα με αυτές τις βαθιές, βαθιές αναπνοές. Τελικά, συνήλθα και γύρισα ανάσκελα.

«Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ο Μπέικερ.

«Αισθάνομαι φανταστική ανακούφιση», απάντησα. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να κλάψεις πάλι μετά από όλα αυτά τα χρόνια, αλλά φαίνεται σαν κάτι να λείπει. Το συναίσθημα που έχω δεν είναι ολοκληρωμένο. Ακόμα παρατήρησα ότι όταν κλαίω βγάζω πολύ λίγα δάκρυα».

«Πρέπει να βγουν πρώτα τα σκληρά συναισθήματα είπε ο Μπέικερ. «Η οργή, η μανία και το μίσος. Μόνο όταν βγουν αυτά θα μπορέσεις να εκφράσεις τρυφερά συναισθήματα. Την αγάπη, τη λαχτάρα και τη θλίψη. Το κλάμα σου τώρα είναι κλάμα οργής».

Κάθε Τρίτη ο Μπέικερ με «σούβλιζε» με τα δάχτυλά του. Εύρισκε μυώνες εκεί που δεν πίστευα ότι υπάρχουν και ήταν όλοι σφιγμένοι σαν κόμποι, γεμάτοι ένταση. Ήξερε ακριβώς για ποιους να ψάξει, τι συναισθήματα ήταν μπλοκαρισμένα εκεί και πώς να τους χειρισθεί για να τα βγάλει. Όταν με πίεζε πονούσα διαολεμένα και έγινε τρόπος ζωής πια, να έχω το σώμα μου γεμάτο με μαύρα και μπλε σημάδια.

Είμαι σίγουρος ότι οι συνάδελφοί μου στο θέατρο όταν με έβλεπαν να αλλάζω στα καμαρίνια θα σκέφτονταν ότι είχα πέσει στα νύχια κάποιου εκκεντρικού σαδομαζοχιστή τύπου.

Εγώ ούρλιαζα, ενώ ο Μπέικερ πίεζε και τσιμπούσε και «σκάλιζε» το σώμα μου. Ξεφώνιζα και παραληρούσα και έσκουζα και γρατσούνιζα το κρεβάτι. Έκλαιγα με λυγμούς και χτυπούσα και έδερνα. Γύριζα τα μάτια μου κυκλικά και τίναζα το κεφάλι μου και συνέχιζα έτσι σαν τρελός. Και κάθε φορά οι συνεδρίες τελείωναν με τις έξω από κάθε έλεγχο αναπνοές μου που πήγαιναν όλο και βαθύτερα κάτω στο κορμί μου μέχρι που μπορούσα να τις αισθάνομαι στα πόδια μου.

Έφευγα από το γραφείο του με την ενέργεια να τρέχει τριγύρω μου σαν τα λαμπάκια στο φλίπερ. Ο φαλακρός τύπος με το «Λάιφ», σήκωνε τώρα το κεφάλι του και έλεγε ένα γεια. Περνούσα από το ισόγειο μπροστά από τον θυρωρό που με κοίταζε περίεργα και έβγαινα έξω στον καθαρό αέρα.

Το κτίριο του Μπέικερ ήταν δίπλα στο ποτάμι κι αν κάποιος πρέπει να μένει στη Νέα Υόρκη ήταν ό,τι καλύτερο μέρος μπορούσε να βρει. Γι' αυτό ο γέρος Gracie έκτισε εκεί την έπαυλή του στα 1799 και γι' αυτό ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης μένει τώρα εκεί.

Όταν έβγαινα από το γραφείο, κοίταζα πάντα ψηλά στον ουρανό, να δω αν μπορούσα να διακρίνω τα μικρά σημαδάκια από φως που χόρευαν και για τα οποία ο Ράιχ είχε πει ότι ήταν εκφορτίσεις οργονοενέργειας.

Ο τρόπος που το κάθε ένα κινούνταν μέσα και έξω και γύρω στο οπτικό μου πεδίο μου φαινόταν σαν παιχνιδιάρικος και πάντα με έκανε να χαμογελώ όταν τα έβλεπα.

Τα βράδια κάθε Τρίτης ήξερα ότι θα μείνω ξύπνιος μέχρι τα χαράματα γιατί η ενέργεια μέσα μου ισοδυναμούσε με εκατό φλιτζάνια καφέ.

Άρχισα να έχω πάλι εκείνες τις τρελές παραληρηματικές αισθήσεις ρευμάτων. Ήταν σαν να με διαπερνά ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι και με έκαναν να έχω τρισδιάστατη αίσθηση του εαυτού μου.

Φαίνονταν να περιορίζονται στο πάνω μέρος του σώματός μου, αλλά ένιωθα υπέροχα και ήμουν ευγνώμων για αυτές. Ο γιατρός Μπέικερ συνέχιζε να δοκιμάζει διαφορετικές μεθόδους για να με κάνει να βγάζω την οργή μου. Μια μέρα μου έβαλε στο χέρι ένα σεντόνι τυλιγμένο σαν μπαστούνι και με ρώτησε αν ήθελα να χτυπήσω το κρεβάτι με αυτό. Κάθισα πίσω στις φτέρνες μου και χρησιμοποίησα το τυλιγμένο σεντόνι σαν τη βέργα που τινάζουν τα χαλιά. Χτύπησα τόσο που του έβγαλα την πίστη. Αισθανόμουν υπέροχα. Μου είπε να κάνω διαφορετικούς ήχους καθώς χτυπούσα κι έτσι έκανα. Βρυχιόμουν σαν άγριο ζώο ή γρύλιζα σαδιστικά ή έβγαζα διάφορους ήχους που μου φαίνονταν αόριστα σεξουαλικοί. Μαστίγωνα και καταχτυπούσα το κρεβάτι ώσπου αισθάνθηκα εντελώς εξαντλημένος και δεν μπορούσα πλέον να συνεχίσω.

Τότε με έβαλε να κάνω το παλιό κλότσημα του ποδήλατου και να χτυπάω τις γροθιές μου ξαπλωμένος ανάσκελα σαν βρέφος που χτυπιέται από δω κι από εκεί και το πιάνει κρίση μέσα στην κούνια του.

Οι αναπνοές και το ρυθμικό γρονθοκόπημα με μετέφεραν και γινόμουν πάλι βρέφος και μπορούσα έτσι να βγάλω τις παλιές κρίσεις έξω από μένα.

Καθώς η απελευθέρωση από το θώρακά μου προχωρούσε συστηματικά προς τα κάτω στην περιοχή της λεκάνης, άρχισα να έχω τη νύχτα όνειρα με βαθιά σημασία, που τα περιέγραφα στο γιατρό Μπέικερ αλλά και που όπως ανακάλυψα ήμουν πολύ συχνά ικανός να τα αναλύω από μόνος μου.

Δεν ανησυχούσα πια μήπως πάθω παράλυση, αφού τώρα το σύστημά μου μπορούσε να αντέξει ένα αυξημένο επίπεδο ενέργειας χωρίς καμία δυσκολία.

Άρχισαν να βγαίνουν από μέσα μου συναισθήματα απέραντης λύπης και λαχτάρας, τέτοια που ποτέ δεν είχα νιώσει στα δέκα χρόνια της ψυχανάλυσής μου. Ο Μπέικερ μου έλεγε να απλώσω τα χέρια μου εκφράζοντας λαχτάρα και μόνο ότι το έκανα αυτό μου ξανάφερνε μια πλημμύρα από βαθιές και τρυφερές αναμνήσεις από τη μητέρα μου και τις ματαιώσεις που είχα αισθανθεί σαν παιδί.

Το κλάμα μου τώρα άρχισε να αλλάζει σε ποιότητα. Έχοντας δουλέψει με τη συσσωρευμένη οργή, τη μανία και το μίσος μου μέχρι το σημείο που να μπορώ να τα εκφράσω ολοκληρωμένα και να τα αποβάλλω από μένα, αναδύθηκε ένα βαθύτερο στρώμα από τρυφερά αισθήματα.

Ο θυμός μου για τις προσβολές αληθινές ή όχι που είχα αισθανθεί όταν ήμουν παιδί από τους γονείς μου εξαφανίσθηκε. Τα αισθήματα μίσους για τη μητέρα μου που προέρχονταν από την αίσθηση ότι με είχε απορρίψει, χάθηκαν και αυτό που ένιωθα τώρα ήταν τρυφερότητα και νοσταλγική αγάπη. Αλλά αφού δεν ήταν πια εδώ και επειδή έτσι κι αλλιώς δεν είμαι πια παιδί γίνονταν σπαραγμός καρδιάς.

Μια μέρα καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Μπέικερ μου ήρθαν σκέψεις για το θάνατο της μητέρας μου και άρχισα να κλαίω ατέλειωτα. Ένιωσα την ανάγκη να πιάσω το χέρι του κι αυτός με άφησε να το κρατήσω και μου χτύπησε απαλά τη ράχη της παλάμης παρηγορώντας με. Όταν σταμάτησα να κλαίω βγήκα από το κτίριο, πέρασα πάνω από το ποτάμι και κάθισα πολλή ώρα κοιτάζοντας πίσω. Συνειδητοποίησα τελικά ότι είχα ζήσει είκοσι χρόνια από το θάνατο της μητέρας μου και της είχα πει αντίο.

Πηγή : Το Περιοδικό της Οργονομίας, τεύχος 2, σελίδες 75-85

Κατεβάστε το παραπάνω άρθρο σε μορφή pdf :
pdfEgo_kai_i_orgoni.pdf582.44 KB.